Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

 


Το παρόν γράμμα

να δοθεί εις το σπίτι του κυρ

γεόργη  ζήσου Ρόρα

εις  Μπογατζικόν

Το παρόν γράμμα  βρέθηκε σε μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα, σκεβρωμένη από την υγρασία στο υπόγειο του σπιτιού ενός συγγενικού μου προσώπου. Μαζί με το γράμμα αυτό υπήρχαν καιμερικά άλλα,πρόχειρα χαρτιά, όπως ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ Βογατσιωτών που εξασφάλιζαν τις μεταξύ τους συναλλαγές,(κυρίως πωλήσεις αμπελιών) αλλά και έγγραφα στην οθωμανική γραφή. Χρειάστηκαν πολλές ώρες για να μπορέσω λέξη-λέξη να συνδέσω τα νοήματα και όταν τελικά τα κατάφερα ένιωσα μεγάλη χαρά που μπόρεσα να ταξιδέψω σ΄έναν άλλο χρόνο παρελθοντικό.  Το γράμμα αυτό που στάλθηκε πριν 175 χρόνια στο σπίτι του Γιώργη Ρόρρα και πραγματεύεται μια παρεξήγηση, μας βοηθάει σήμερα, να διαμορφώσουμε μια εικόνα για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για τις σχέσεις μεταξύ τους, για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν. 

Αγαπημένη  μου πεθερά μου προσκυνώ μετά τιμής, σε ασπάζομαι. Ακόμα την Ματήν, την Ρούσαν τις ασπάζομαι ομοίως και όλους τους φίλους μας, τους λοιπούς συγγενείς κατά λεπτό τους ασπάζομαι. Τον νέον γαμπρόν αδελφικώς  τον ασπάζομαι. Η κόρη σου Ανίτσα σας προσκυνεί ομοίως κι η Μαριγίτσα σας γλυκοασπάζεται. Λαμβάνοντας το γράμμα εχάρην κατά πολλά περί την ακριβήν σας υγεία. Αν (θέλετε να)μάθετε περί λόγου μας καλώς υγιένομεν με χάρις θεού.  Τώρα λοιπόν σε ειδοποιώ ότι επειράχθηκες  όπου δεν έστειλα γράμμα. Με πείραξες και μένα διπλά, χειρότερα, όπου τόσους χρόνους που εγνωριστήκαμε  αυτούς τους λόγους όπου εμήνυσες  δεν τους (κράτησες)…. διότι δεν έπρεπε κατ΄αυτόν τον τρόπο να τους αποδείξεις. M΄όλον τούτο ήξερα εγώ ότι οδηγός μου ήτον -προτού με έγραφες δια το κορίτσι- ότι να φροντίσω δια κανέναν νέον. Μάλιστα ακόμη καιρόν την είχον (τη σκέψη)κι εγώ πάλι είχα τον τρόπο μου….τα οικονόμησες (όμως)να ζήσουν, να είναι στερεωμένοι και αγαπημένοι. Είναι καλύτερα λοιπόν για τον τρόπο που άφησα καιρόν κι έστρωσε ο θυμός μου. εάν όμως σε τα έγραφα αυτά απάνω εις τον θυμόν μου ήθελες πειραχθεί περισσότερον. Εγώ είμαι άνθρωπος όπου γνωρίζω τον άνθρωπον για να κρίνω μόνος μου. Καλότατος εκείνος ο άνθρωπος  όπου έχει την υπομονήν να τη διατηρήσει τις όλα τα πάντα  τα όσα αρέσουν του θεού. Ούτε μιαν φοράν δεν χάνει αλλά κερδίζει στην αιώνιον ζωήν πλυν εις το εξής να προσέχεις καλά. Για τούτο εγώ δεν  έγραψα τίποτις  γιατί πειράχθηκα. Eάν όμως κι εγώ ως άνθρωπος σε μηνούσα ενάντιος, άραγε τι έπρεπε να γένεις; Τώρα αυτά ας τα αφήσωμε κατά μέρος,  έλαβον και τρία σετζούκια από τον κύριο Θωμά-ας τον πούμε μπατζανάκην-(…..)ολίγον να ήσαν κοντύτερα θα τα ελέγαμε καλιότερα.

Στο πλάι του χαρτιού γράφει όπως αντιλαμβανόμαστε η κόρη. «Εγώ η κόρη σου η Ανίτζα (το τσ διαβάζονταν τζ) σας γλυκοασπάζομαι και να σας ζήσουν τα παιδιά σου. Aκόμα να αυξηθείτε. Εις τον Γεώργιον ως  να μας στείλει μητέρα μου πέντε-έξι κομπία  καφασωτά, ότι μας χρειάζονται. Τώρα  το συνηθίζουν αυτό τις κάνουνε καρφίτζες. Θα να τα κάνω στη Μαριγίτσα. Αυτά λέγωμεν ας υγειένομεν. Ήθελα να σας στείλω το τυρί σπίτι. μόνον δεν μ΄έγραψες ναι ή όχι;» 



                                                        1847

                                                     Μαρτίου

                                                          14

Με μια πρώτη ανάγνωση καταλαβαίνουμε πως  το γράμμα στέλνεται στο Βογατσικό στην οικία του Γιώργη Ρόρρα του Ζήση. Ο βασικός παραλήπτης όμως είναι η πεθερά του αποστολέα. Ο γαμπρός γράφει στην πεθερά του για να διευθετήσει μια παρεξήγηση που συνέβη μεταξύ τους. Μέσα όμως από αυτές τις ανορθόγραφες αράδες μπορούμε να διεξάγουμε πλήθος συμπερασμάτων  για τον τρόπο με τον οποίο ήταν δομημένες οι ελληνικές οικογένειες, για τη θέση της Eλληνίδας γυναίκας στην Τουρκοκρατούμενη επαρχία, για το μορφωτικό επίπεδο των Eλλήνων στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

Στις πρώτες σειρές γίνονται οι προσφωνήσεις, οι χαιρετισμοί όπως  και οι απαιτούμενες τυπικές ερωτήσεις για την υγεία. Στην πρώτη παράγραφο επίσης  ο αποστολέας στέλνει χαιρετισμούς  στη Ματή, τη Ρούσα, τον νέο γαμπρό. Αυτό δείχνει πως η καθημερινότητα οργανώνεται γύρω από την οικογένεια η οποία στα χρόνια εκείνα ήταν πολυμελής. Οι γυναίκες αυτές μπορεί να ήταν οι νύφες της οικογένειας που τότε ζούσαν κάτω απ΄την ίδια στέγη μεγαλώνοντας τα παιδιά τους, φροντίζοντας τους ηλικιωμένους και τους συζύγους τους. Εκτός από το νοικοκυριό, το πλύσιμο, το μαγείρεμα, το συγύρισμα, οι νοικοκυρές της εποχής ήταν επιφορτισμένες με την ανατροφή των παιδιών καθώς και την υφαντική, το κέντημα, τα ζωντανά και τα χωράφια.

Στη συνέχεια γίνεται εισαγωγή στο λόγο για τον οποίο στάλθηκε το γράμμα. Η  πεθερά του  αποστολέα -η οποία έμενε  στο Βογατσικό- με γράμμα που έστειλε παλιότερα, εξέφρασε τα παράπονά της στο γαμπρό της καθώς εκείνος δεν επέδειξε τον απαιτούμενο ζήλο στην πρότασή της να βοηθήσει να βρεθεί ένας καλός νέος, για τη μικρότερη κόρη της. Ο γαμπρός της δεν της απάντησε αμέσως. θιγμένος κι αυτός και μετά το πέρας κάποιου χρόνου αποφασίζει να της γράψει, να δικαιολογηθεί και να κατακεραυνώσει την πεθερά του ηθικολογώντας απέναντί της. …… Εν΄τω μεταξύ η πεθερά βρήκε κάποιον  νέο για την κόρη της και αυτό φαίνεται στα λόγια του αποστολέα: «τα οικονόμησες (όμως) να ζήσουν να είναι στερεωμένοι και αγαπημένοι».

Στο γράμμα γίνεται ολοφάνερη η ανισότητα που υπήρχε ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες. Ο γαμπρός γίνεται ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στην πεθερά του η οποία είναι ηλικιωμένη. Την κατηγορεί για έλλειψη σύνεσης και υπομονής. Αντίθετα αυτός αυτοεπαινείται γιατί όπως πίστευε ήταν σε θέση να δρα με γνώμονα τη λογική και τη «χάρις του θεού». Από την άλλη βλέπουμε μέσα από το γράμμα πως οι νέες κοπέλες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μόνες τον μελλοντικό τους σύζυγο. Γι αυτό αποφάσιζαν οι γονείς, τα αδέρφια και όλος ο υπόλοιπος ανδρικός πληθυσμός της ευρύτερης οικογένειας. Η υποδεέστερη θέση της γυναίκας φαίνεται και από το γεγονός ότι η Ανίτσα, η κόρη,  γράφει στο πλάι γιατί περίσσεψε λίγο χαρτί. Δεν φαίνεται να λαμβάνει θέση στη διαμάχη του συζύγου και της μητέρας της. Μιλάει για πρακτικά θέματα και ζητάει από το Γεόργη -πιθανότατα αδερφό της- μερικά «κομβία» για να τα κάνει καρφίτσες.  Συμπεραίνεται λοιπόν πως η κοκεταρία και η καλαισθησία δεν εγκαταλείπουν τον καθημερινό βίο της γυναίκας. Επίσης ρωτάει πώς να στείλει το τυρί δίνοντάς μας ένα ακόμα στοιχείο για τη δουλειά της γυναίκας που μεταξύ των άλλων  ήταν και  η παρασκευή του τυριού, της μυζήθρας και του γιαουρτιού αλλά και τον τρόπο της μεταφοράς του. Είναι πιθανόν να το έστελνε στη μητέρα της με κάποιον κυρατζή. Οι κυρατζήδες ήταν σαν τις μεταφορικές εταιρείες της σημερινής εποχής.

Δεν γνωρίζουμε τον τόπο κατοικίας του αποστολέα μας πληροφορεί όμως πως υπάρχει απόσταση που δεν επιτρέπει τη δια ζώσης  συνάντηση «ολίγον να ήσαν κοντύτερα θα τα ελέγαμε καλιότερα.» Το γλωσσικό ιδίωμα όμως μοιάζει με το Βογατσιώτικο.

Ως προς το μορφωτικό επίπεδο του γραφέα καταλαβαίνουμε πως είναι ένα άτομο που κατέχει στοιχειωδώς τη γραφή. Ως γνωστόν τη μόρφωση των ελληνοπαίδων στα χρόνια της τουρκοκρατίας την είχαν αναλάβει  οι ιερείς οι οποίοι ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Στην προκειμένη περίπτωση το γράμμα έχει τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα σε αυτά που υπαγορεύει ο αποστολέας  αλλά και η γυναίκα του Ανίτσα. Είναι πιθανόν το γράμμα να το υπαγόρευαν σε κάποιον που ήξερε γραφή κι αυτό έναντι μιας μικρής αμοιβής.

Το πιο συγκινητικό όμως, το πιο ουσιαστικό επίτευγμα που ξεδιπλώνεται μέσα από το γράμμα αυτό είναι η διάσωση της ελληνικής  γλώσσας στο πέρασμα των χρόνων. Εάν λάβουμε υπ΄όψιν μας την ημερομηνία γραφής του γράμματος το Μάρτιο του 1847  και υπολογίσουμε με βάση την πιθανή ημερομηνία κατάκτησης της Καστοριάς στα 1385, η  ελληνική γλώσσα παρέμενε  ζωντανή για τετρακόσια εξήντα δύο χρόνια. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε πως σήμερα, μετά από 175 χρόνια από την ημερομηνία γραφής του γράμματος  είμαστε  σε θέση να το διαβάσουμε κι εμείς και να καταλάβουμε το νόημα των όσων γράφονται, γίνεται αντιληπτή η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας(...)

1 σχόλιο: