Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Ζήσης Ζωγράφος (Μπλιάγκας) του Αθανασίου

Ο Ζήσης Ζωγράφος του Αθανασίου και της Αικατερίνης, γεννήθηκε στο Βογατσικό Καστοριάς, (τότε Φλώρινας). Ο πατέρας του Αθανάσιος Μπλιάγκας ήταν περίφημος ζωγράφος- αγιογράφος της εποχής και σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε μετέτρεψε  το επίθετό του σε Ζωγράφος, για λόγους επαγγελματικούς. Μαθητής ακόμα,ο Ζήσης στα 1928 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και ένα χρόνο αργότερα μέλος του Κ.Κ.Ε. Στη Φλώρινα τέλειωσε τις γυμνασιακές σπουδές και στη Θεσσαλονίκη τη Νομική Σχολή του εκεί Πανεπιστημίου. 
Ιστορικό αρχείο του ΦΣΦΑ, συλλογή Νικόλαου Αποστολίδη. Ο Ζήσης Ζωγράφος στο κέντρο

Εργάσθηκε στη Θεσσαλονίκη ένα χρόνο ως δικηγόρος αλλά η μεταξική δικτατορία τον συνέλαβε και τον εξόρισε αρχικά στην Ανάφη και στη συνέχεια σε άλλα νησιά και στις φυλακές Ακροναυπλίας. Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, η δικτατορία  παρέδωσε τους πολιτικούς κρατούμενους-μεταξύ των οποίων και τον Ζήση Ζωγράφο- στις ιταλικές αρχές Κατοχής, οι οποίες τους έκλεισαν σε στρατόπεδο στη Λάρισα .Οι  Ιταλοί τους παρέδωσαν με τη σειρά τους στους Γερμανούς, που τους μετέφεραν στο κάτεργο του Χαϊδαρίου, από όπου πολλοί από τους κρατούμενους της δικτατορίας εκτελέσθηκαν. Ο Ζήσης Ζωγράφος, επέζησε .Μετά την απελευθέρωση έγινε μέλος της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ και στο 7ο συνέδριο εξελέγη τακτικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν  εργάσθηκε ως γραμματέας της περιοχής Θεσσαλίας του Κ.Κ.Ε. Το 1947 ανέβηκε στο βουνό και αγωνίστηκε από τη θέση του καπετάνιου του Αρχηγείου Θεσσαλίας του  ΔΣΕ και αργότερα του Επιτρόπου του κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας.
Στελέχη ΔΣΕ (1947- 1949) 1ος από δεξιά ο Μάρκος Βαφειάδης, όρθιος ο Ζήσης Ζωγράφος

Το πολιτικό γραφείο του ΚΚΕ στη Σόφια 1965. Από αριστερά, Απόστολος Γκρόζος, Todor Zhifkov, Κώστας Κολιγιάννης, Πάνος Δημητρίου, Ζήσης Ζωγράφος, Παναγιώτης Μαυρομμάτης, Λεωνίδας Στρίγκος, Παναγιώτης Υφαντής, Μήτσος Παρτσαλίδης

Στο 8ο Συνέδριο έγινε μέλος του Π.Γ. (Πολιτικού Γραφείου) και στη θέση αυτή παρέμεινε ως τη λεγόμενη 12η ολομέλεια, τον Φεβρουάριο του 1968.Το  πρωί της 17ης Φεβρουαρίου 1968  ο Ζήσης Ζωγράφος μαζί με τον Μήτσο Παρτσαλίδη και τον Πάνο Δημητρίου, κατήγγειλαν μέσω του επίσημου κομματικού ραδιοσταθμού τον Α΄Γραμματέα  Κώστα Κολιγιάννη και τους υποστηρικτές του για «επιστροφή  στο ανώμαλο  εσωκομματικό καθεστώς του παρελθόντος».  Οι τρεις διαφωνούντες  συνέπλεαν με τις θέσεις των Ρουμάνων επιζητώντας μια πιο ανεξάρτητη σχέση με τη Μόσχα. Η διάσπαση ολοκληρώθηκε τους επόμενους μήνες, με την προσχώρηση  του «Γραφείου Εσωτερικού»  του ΚΚΕ στους διαφωνούντες και τη συγκρότηση δύο διαφορετικών κομμάτων (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού). Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ ο Ζήσης Ζωγράφος ήταν μέλος της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. (εσωτερικού). Ο Ζήσης Ζωγράφος, κομουνιστής ηγέτης διέθετε μεγάλη θεωρητική κατάρτιση, είχε γράψει δε και πλήθος μελετών και άρθρων.
 Εφημερίδα, Ελεύθερη Ελλάδα, Αρχειακό ξεφύλλισμα, αρ. φύλ. 40, 2 Σεπτεμβρίου 1971 

Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή  την Τρίτη 24 Αυγούστου 1971 .Πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στη λίμνη  Σταγκώφ, 30 χιλιόμετρα έξω από το Βουκουρέστι, όπου περνούσε τις διακοπές του.

Πηγές
 Εφημερίδα, Ελεύθερη Ελλάδα, Αρχειακό ξεφύλλισμα, αρ. φύλ. 40, 2 Σεπτεμβρίου 1971
«Οι ζωγράφοι του Βογατσικού» του Βαρσαμίδη Αθανάσιου, ομιλία στο Παμβογατσιώτικο Συνέδριο, Αύγουστος 1996.
Τα  Βουλγάρικα αρχεία για τη διάσπαση του ΚΚΕ. Η χαμένη άνοιξη του 1968.

Η δικτατορία και η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Από το βιβλίο του Τάκη Κωστόπουλου «Με τους αντάρτες στη Δυτ. Μακεδονία, Κατοχή, εμφύλιος, Τασκένδη, μαρτυρίες. Ινστιντούτο Νίκος Πουλατζάς 2006.

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ. ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ 4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1943

Απρίλιος 1943
Η γερμανική, αλλά κυρίως η ιταλική κατοχή, η οποία αφορούσε στην περιοχή της Καστοριάς από το 1941 και μετά, ταυτίστηκε στη μνήμη του λαού, πρωτίστως, με τα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού. Οι Κατοχικές Δυνάμεις επικαλούνταν το αξίωμα της «συλλογικής ευθύνης» για να αιτιολογήσουν τη χρήση βίας κατά των  αμέτοχων πολιτών, τους οποίους θεωρούσαν συνένοχους των αντιστασιακών ομάδων. Άμαχοι και αντάρτες είχαν εξισωθεί. Στις αρχές του 1943 η σταδιακή ιταλική κατάρρευση ενέτεινε τη σκληρή αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού, προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο κύρος και ο έλεγχος της κατάστασης, καθώς η αντιστασιακή δράση είχε αναπτυχθεί.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1943 στο Βογατσικό Καστοριάς, στην περιοχή «Μελίσσι» ή «Προσήλιο»  φονεύθηκαν από τους Ιταλούς δεκατρείς  άντρες, ως αντίποινα για το θάνατο δύο Ιταλών στρατιωτών από τους αντάρτες, στο χωριό Δρυόβουνο. Οι περισσότεροι φονευθέντες ήταν κτηνοτρόφοι, οι οποίοι όπως κάθε μέρα ανέβαζαν τα ζώα τους στο βουνό για βοσκή. Λιγότεροι απ΄αυτούς ήταν οικογενειάρχες που κατέφυγαν στις σπηλιές της περιοχής για να προστατέψουν τα παιδιά τους ,καθώς ,είχαν μάθει πως τμήμα του ιταλικού στρατού θα περνούσε από το Βογατσικό. Το πρωϊνό της Κυριακής 4 Απριλίου 1943  το βουνό κατακλύστηκε από Ιταλούς «αλπινιστές», οι οποίοι συνέλαβαν αρκετούς άντρες. Δεκατρείς από αυτούς οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα μετά από μια υποτυπώδη ανάκριση. Λίγο  πιο νωρίς σκοτώθηκε από ιταλικά πυρά, ο Θανάσης Τσιαπατόρης ο οποίος έρχονταν με τον Κώστα Νασιόπουλο (αντάρτες και οι δύο) από το Γέρμα στο Βογατσικό.
Οι δεκατρείς άντρες που τόσο άδικα έφυγαν από τη ζωή εκείνη τη μέρα ήταν οι: Κωνσταντίνος Γ. Αναγνώστου, Χρυσόστομος Γ. Δαρλαγιάννης, Κωνσταντίνος Δ. Ζάχος, Χρήστος Παντ. Κανδύλης, Γεώργιος Δημ. Μήκας, Απόστολος Ιωάν. Μπλιάγκας, ο ιερέας Κωνσταντίνος Μπότσαρης, Γεώργιος Τριαντ. Μπούρντας, Δημήτριος Νικ. Παρασκευάς Δημήτριος Γ. Σαρακατσάνης, Γεώργιος Ι. Σαρρηγιάννης η Σαρρής, Ανδρέας Αθαν. Τακαντζιάς, Ευάγγελος Κων. Φωτίου.

Ιερέας Κωνσταντίνος Μπότσαρης

Γεώργιος Μήκας (δεξιά)

Δημ. Σχολείο Βογατσικού, 1929 Δάσκαλος: Αθανάσιος Δούφλιας από Γέρμα. Δεύτερη σειρά, 3ος από αριστερά ο Δημήτριος Παρασκευάς. Καθιστός, 1ος από αριστερά ο Αθανάσιος Τσιαπατόρης

Κωνσταντίνος Αναγνώστου μετά της συζύγου

Απόστολος Μπλιάγκας με την Ελένη Κόντσα, 
την ημέρα του γάμου τους, Μάρτιος 1929

Καθιστός, 1ος αριστερά, Κωνσταντίνος Ζάχος

Ευάγγελος Φωτίου, αγροφύλακας

Γεώργιος Μπούρντας

Χρυσόστομος Δαρλαγιάννης

Γεώργιος Σαρηγιάννης

Όρθιος 2ος αριστερά, Δημήτριος Σαρακατσάνης

Χρήστος Κανδύλης (παρασημοφορημένος)

Κεφαλόβρυσο, δεκαετία 1930- 1940
Καθιστός δεξιά 4ος (με το γιλέκο) Ανδρέας Τακαντζιάς

Ένα μήνα νωρίτερα στην πλατεία του χωριού, στη «Λέσχη», συγκεντρώθηκαν οι χωρικοί γιατί θα τους μιλούσε ο Αριστοτέλης Κανδύλης, «δάσκαλος από το χωριό (γιος του μακεδονομάχου Παντελή). Μαζί του ήταν κι ο Αρριανός από τα χωριά του Βοΐου. Δημιούργησαν μεγάλο ενθουσιασμό στο πλήθος με τα λόγια τους, όταν όμως ο Κανδύλης φώναξε: «ζήτω ο «Κόκκινος Στρατός», οι μισοί και παραπάνω πάγωσαν. Οι άνθρωποι είπαν, «αυτοί θέλουν να μας φέρουν τον κομουνισμό» και σηκώθηκαν κι έφυγαν».
     Οι άντρες του χωριού που είχαν οργανωθεί στην αντίσταση έφυγαν στο βουνό και τα βράδια διανυκτέρευαν στο εκκλησάκι του Άι Λια. Εκεί άναβαν μεγάλες φωτιές και συζητούσαν για τα τελευταία γεγονότα . Οι Ιταλοί μετά τη μάχη στο Φαρδύκαμπο και τις νίκες των αντιστασιακών μετακίνησαν μεγάλο τμήμα στρατού, από τη Θεσσαλία  προς τη Δυτ. Μακεδονία,  με σκοπό να καταστείλουν τις αντιστασιακές ενέργειες, καίγοντας και λεηλατώντας  χωριά και πόλεις. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μάρτη, όπου στη Νεάπολη μαίνονταν οι μάχες μεταξύ Ιταλών και ανταρτών, οι κινήσεις στο απέναντι βουνό, στο Βογατσικό, γίνονταν αντιληπτές από τους Ιταλούς, καθώς δεν ήταν λίγες οι οικογένειες οι οποίες  εγκαταστάθηκαν στις σπηλιές. Πολλοί κάτοικοι είχαν φύγει στα χωριά Βλάστη και Σισάνι αλλά και στις γύρω περιοχές Σάντοβο, Μούζγκα, Λουν, όπου είχαν στάνες και καλύβες πρόχειρα φτιαγμένες. «Οι αντάρτες μας έλεγαν πως έπρεπε να φύγουμε απ΄το χωριό κι ότι η παραμονή στα σπίτια μας θα σήμαινε προδοσία. Στο χωριό είχαν απομείνει μόνο γριές και γέροι για να φυλάγουν τα σπίτια». Οι βοσκοί συνέχισαν να βγάζουν τα πρόβατά τους για βοσκή, όπως κάθε μέρα, γιατί, πολλοί απ΄αυτούς δεν είχαν την αίσθηση του φόβου καθώς, στο παρελθόν είχαν καλές σχέσεις με τους Ιταλούς που περνούσαν  για ελέγχους ανά τακτά χρονικά  διαστήματα από το χωριό.
    Το πρωϊνό της 4ης Απριλίου, ήταν ηλιόλουστο, αλλά «φυσούσε τρομερός αέρας». Ο Κώστας Βαϊνάς από τον Άϊ Λια κάνοντας τα χέρια του χωνί, φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «έρχονται οι Ιταλοί, έρχονται οι Ιταλοί»!  Οι Ιταλοί μέσα σε λίγη ώρα είχαν «καταλάβει τα υψώματα στον Άϊ Λια, το Καστρί, το Κουκούλι, για να προστατέψουν το στρατό που θα περνούσε τακτικά σε λίγο». Εκείνη την ώρα σκοτώθηκε και ο θανάσης (Τσέλιος) Τσιαπατόρης  από ιταλικά πυρά, καθώς έρχονταν από το Γέρμα με τον Κώστα Νασιόπουλο. (Ήταν αντάρτες αυτοί και είχαν διασυνδέσεις εκεί).Ο Κώστας Νασιόπουλος μετά από μια επεισοδιακή καταδίωξη κατάφερε να διαφύγει μένοντας όλη μέρα στα νερά της ντριστέλας, στο κτήμα του Τακαντζιά.
     Οι Ιταλοί κάποια στιγμή, συγκέντρωσαν τους βοσκούς στον Άι Λια. Εκεί ήταν και μικρά παιδιά, πολλά απ΄τα οποία ανέκριναν. Στη σπηλιά είχαν βρει καταφύγιο οι οικογένειες του παπα Κώστα Μπότσαρη, του Νίκου Παρασκευά και του Χρήστου Κανδύλη. « Ήμασταν στη σπηλιά με τον παπα-Κώστα και τα κορίτσια του, τη Θαλίτσα και την Κατίνα. Μέρες εκεί. Ήταν κι ο Παρασκευάς με τα παιδιά του. Η Τούλα, η Μαρίκα, η Θωμαίτσα κι ο Τάκης που τον σκότωσαν. Ήταν είκοσι χρονών. Ένα πολύ καλό παιδί». Στη συνέχεια οι γυναίκες και τα παιδιά με τη συνοδεία μοτοσικλετιστή έφτασαν στην πλατεία του χωριού ενώ οι τρεις άντρες  παπα Κώστας, Τάκης Παρασκευάς και Χρήστος Κανδύλης έμειναν πίσω. «θα τους κάνουμε κάτι ερωτήσεις και θα γυρίσουν, μας είπαν».  Συγκέντρωσαν τους άντρες στον «Πόρο» εκεί, σ΄ένα μαντρί, έστησαν ένα υποτυπώδες στρατοδικείο. Οι διαδικασίες ήταν συνοπτικές…
  Πολλοί ήταν εκείνοι που απέφυγαν την τελευταία στιγμή την εκτέλεση. Άτομα τα οποία είχαν κάποια αναπηρία (σε πολλά παιδιά έλειπαν δάχτυλα από δυναμίτιδα ή χειροβομβίδες) απαλλάσσονταν από τις κατηγορίες.
 Την προηγούμενη μέρα στο Δρυόβουνο, οι αντάρτες σκότωσαν  δύο Ιταλούς. Οι τελευταίοι πήγαιναν συχνά στα γειτονικά από τη Νεάπολη χωριά και άρπαζαν από τα κοτέτσια κότες και αυγά για τις  επισιτιστικές ανάγκες του στρατού. Τους σκότωσαν «με τα αυγά στα χέρια». Οι Ιταλοί στις περιπτώσεις όπου σκοτώνονταν στρατιώτες τους, απαντούσαν με πράξεις αντεκδίκησης, τα λεγόμενα αντίποινα. Κατά την τελευταία φάση της Ιταλικής Κατοχής, (το 1943 έως και τον Σεπτέμβριο) συστηματοποιήθηκε η βία κατά των αμάχων, με πρόσχημα τις επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ταυτόχρονα  πραγματοποιούσαν συχνούς βομβαρδισμούς, πυρπολούσαν και λεηλατούσαν χωριά με σκοπό αφενός, να αποδιοργανώσουν την ένοπλη ελληνική αντίσταση και την καταστροφή του οικονομικού ιστού της  υπαίθρου και αφετέρου να τρομοκρατήσουν τον άμαχο πληθυσμό εμπεδώνοντας έτσι την κατοχική παρουσία τους.
    Την άλλη μέρα, όταν έφυγαν πια οι Ιταλοί απ΄το χωριό, το βουνό ήταν διάσπαρτο από τομάρια ζώων. Την προηγούμενη, κατά τη διάρκεια των «ανακρίσεων» στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Ρ(ι)ζο κοντά στον Άϊ Νικόλα. «Είχαν μαζέψει πολλά πρόβατα στο Ρζο κι έσφαζαν κι έτρωγαν. Είχαν στήσει  πέτρες κι είχαν μαζέψει νωρίτερα μεγάλα καζάνια απ΄ το χωριό. Μαζί με τους Ιταλούς  ήταν και «κομιτατζήδες» και κάποιοι τους είδαν να φεύγουν με τ΄αρνιά στις πλάτες».Οι τρομοκρατημένοι και πεινασμένοι χωρικοί, μάζευαν τα κεφαλάκια και τα μαγείρευαν. Κρέας έτρωγαν σπάνια, καθώς είχαν τα πρόβατα, για το μαλλί, το γάλα και το τυρί. Πολλά κοπάδια ξεκληρίστηκαν εκείνη τη μέρα. Ίσως να σφαγιάστηκαν περισσότερα από χίλια πρόβατα. Η κατασπατάληση της περιουσίας των κατακτημένων Ελλήνων  ήταν πάγια τακτική των κατακτητών, οι οποίοι κατέστρεφαν όλα  τα αποθέματα τροφής  προκειμένου οι αντάρτες να έρθουν αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας. Πίστευαν πως η πείνα αποτελεί τον χειρότερο αντίπαλο των ανταρτών και επομένως ήταν απαραίτητο να τους στερήσουν κάθε πηγή ανεφοδιασμού.
    Τα γεγονότα της περιόδου εκείνης άσκησαν εντονότατη ψυχική πίεση στα μικρά κυρίως παιδιά. Πολλά από αυτά, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες, αναγκάστηκαν να ενηλικιωθούν απότομα. Χρόνος για να τιμήσουν τους νεκρούς, να αποδεχθούν την απώλεια δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο η ανάγκη για επιβίωση. «Όταν σκοτώθηκε ο μπαμπάς μου δεν είχαμε να φάμε… Η μαμά αρρώστησε. Την είχα ένα χρόνο στο νοσοκομείο. Κοιτούσα και τ’ αδέρφια μου. Κουβαλούσα νερά, τα πάντα έκανα. Το χειμώνα βγαίναμε προσωπική εργασία και στα χιόνια… Δεν έλειψε το μαύρο από το σπίτι μας…»

   Ο απολογισμός εκείνης της μέρας ήταν, δεκατέσσερις άνδρες νεκροί, το ξεκλήρισμα της  περιουσίας πολλών χωρικών, η κατατρομοκράτηση μικρών και μεγάλων.  Η τραγική ειρωνεία είναι πως εκείνη τη μέρα γιόρταζαν στο Βογατσικό όλοι οι άντρες που έφεραν το όνομα Ζήσης. Το όνομα αυτό το έδιναν στα παιδιά για να έχουν ζωή, επειδή υπήρχε μεγάλη παιδική θνησιμότητα. «Είχαμε στο χωριό πολλούς Ζησομάδες και είπαμε: Δεν τους κάμουμε μια γιορτή»! Να ταν στο χωριό εκείνη την εποχή περισσότεροι από δεκατέσσερις Ζησομάδες; Το Πάσχα ήταν κοντά. Γιορτάζονταν στις 25 Απριλίου. Όμως η Ανάσταση  θα αργούσε πολύ ακόμη για τους δυστυχισμένους χωρικούς…

Ιωάννης Μπλιάγκας  του Αποστόλου (1930-2010)             Βογατσικό, Οκτώβριος 2009

"Απ΄του προυί ήρθιν ου μπαμπάς μ΄κι μη είπι, θα ναρθν΄οι Ιταλοί κι να κινήσουμι μι τα πρόβατα κατά τουν  Αϊ Λια, όπους κι πουλύς κόσμος ικείν τ΄ν ημέρα. Η μάνα μ΄  μη τ΄ν Θουμαή , τουν  Νάσιου κι τ΄ν Τασούλα πήγαν στου Σάντβου στ΄ νταή μ΄του μαντρί. Είχαμι κι γουρούν  ικείν΄τ΄ν χρουνιά κι πήρι μαζί  τ΄ς κι έναν τινικέ  λίγδα κι τουν έκρυψι στ’ άχυρα. Ου μαμπάς μ΄έβαλι στου τσιουβάλ(ι) ιπτά ψουμιά κι κιντσάμι στα πρόβατα. Ήταν καλή μέρα κι είχαμι τα πρόβατα λίγου παρακάτ απ΄τουν Άϊ Λια. Κάποια στιγμή πήριν τ΄ν απόφασ’ να πάει να δει τι γίνιτι κι μ΄άφκιν μόναχου μη τα πρόβατα. Ιγώ μιτά συναντήθκα μη τουν Αντρία τουν Βαράκα κι τρυπουσάμι σι μια πέτρα. Ικείν τ΄ν ώρα πρεπ(ει)να΄πιασαν οι Ιταλοί τουν μπαμπά μ΄.
Λίγου αργότιρα μας φώναξαν όλνους στουν Άϊ Λια. Όταν ζύγουσα  λίγου, είδα τουν μπαμπά μ΄να τουν κρατούν δυο Ιταλοί. Αυτός μη κοίταξι στα μάτια ώρα πουλύ, σαν να  ‘ξιρι  ότι δεν θα μη ξανάβλιπι. Μη κοίταζιν μ΄έναν τρόπου, πώς να σι πω… Ύστιρα τς΄πήραν.
Όταν βράδιαξι μη τον Αντρία τουν Βαράκα βγήκαμι στου Σκάπιτου στ΄ν Καλουγριά κι ξημέρουσάμι εικί μη τα πρόβατα. Ινωρίτερα οι Ιταλοί είχαν καλέσ’ κι τουν Αντρία κι τουν ρώτσαν πόσου χρουνών ήταν. Ικείνους ήταν μικρουκαμουμένους κι είπι τα χρόνια τ’ λιγότιρα κι τουν άφκαν ιλεύτερο.
Λίγις μέρις αργότιρα ήμαν κουντά στ΄ν ικκλησιά, στα χουράφια κι έμαθα ότι τ’ς βρήκαν ικτιλισμέν στ΄Νταρλαγιάν του μαντρί, λίγου παραπάν. Ούτι καμπάνα άκσα να σμαν, ούτι τίπουτα. Ήμαν θυμουνιασμένους ούντι κει, κι βίλιαζα σαν τ΄αρνί… Τουν μπαμπά μ΄νικρό δεν τουν είδα, ήμαν στα πρόβατα. Έμαθα μόνον ότι πήγι μη του κάρου ου Τσιότρας (Απόστολος Δεληγιάννης) κι τ’ς ίφιρι  στ΄ν κατ τ΄ν ικκλησιά. Η μάνα μ’ δεν μ ΄είπι τίπουτα, ούντι κι ιγώ τ΄ν ρώτσα ποτές τίπουτα."

*Θερμές ευχαριστίες στην Κωνσταντίνα Σδράλια και Μαρία Παπαϊωάννου

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟΥ 1936- 1944

Στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Ελλάδα, εμφανίζεται το φαινόμενο των νεανικών οργανώσεων σύμφωνα με τα πρότυπα  των ευρωπαϊκών χωρών. Στον Ελλαδικό χώρο, οι σημαντικότερες οργανώσεις νέων από τις αρχές του αιώνα έως το 1936 ήταν, οι πρόσκοποι και οι πολιτικές νεολαίες, με πιο γνωστή την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), την νεολαία δηλαδή του ΚΚΕ.
Βογατσιώτες στην Αθήνα,1938
Πάνω σειρά, αριστερά: Γιάννης Γιαννούλης, Μάχος Γιαννούλης (με τη στολή της ΕΟΝ), Παναγιώτης Γιαννούλης.
Κάτω σειρά, από αριστερά: Αναστασία Γιαννούλη, Ανδρέας Γιαννούλης, Ανδρέας Νασιόπουλος, Θεοπούλα Νασιοπούλου
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, του Μεταξά, που έδωσε βάρος στη χειραγώγηση της νεολαίας, διέλυσε όλες τις έως τότε υπάρχουσες οργανώσεις και ίδρυσε την Εθνική Οργάνωση Νέων, τη γνωστή ως ΕΟΝ, μια κρατική οργάνωση, άμεσα εξαρτώμενη από το καθεστώς. Το γεγονός αποτελούσε καινοτομία στην  ελληνική πραγματικότητα, αλλά, συμβάδιζε με την πρακτική οργάνωσης νεολαιών από τα καθεστώτα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας.
Η παιδεία όφειλε να προσαρμοστεί στο χαρακτήρα της ΕΟΝ και επομένως να βρεθεί κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Ο Μεταξάς υποστήριζε τον παιδαγωγικό ρόλο του κράτους, έναντι αυτού της οικογένειας. Η ΕΟΝ αποτέλεσε το κατεξοχήν μέσο διαπαιδαγώγησης της ελληνικής κοινωνίας, ομογενοποίησης και διάδοσης  των αρχών του καθεστώτος. Μέσα από τις γραμμές της θα ξεκινούσε «Η αναγέννησις της Ελλάδος» και θα πραγματοποιούνταν «Ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός».
Καθώς η ένταξη στην ΕΟΝ ήταν υποχρεωτική μέσα από το δίκτυο της εκπαίδευσης, το σύνολο των εφήβων στα χρόνια 1936-1941 γνώρισε την εμπειρία της συμμετοχής στην ΕΟΝ.Ένα πολύ μεγάλο  μέρος της ελληνικής νεολαίας περνά από την ΕΟΝ στην ΕΠΟΝ της Κατοχής. Οι νέοι οι οποίοι αποτέλεσαν αργότερα το δυναμικό των αντιστασιακών οργανώσεων είχαν βιώσει στην πλειοψηφία τους ως έφηβοι την εμπειρία της ΕΟΝ.
Οι δύο οργανώσεις, αν και διαφορετικές από τη φύση τους- καθώς η πρώτη ιδρύεται με πρωτοβουλία του Μεταξά και η δεύτερη στην Κατοχή  με πρωτοβουλία της ΟΚΝΕ και άλλων νεανικών οργανώσεων, έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Απευθύνονται και οι δυο στην ηλικιακή κατηγορία της «νεολαίας».
Η ΕΠΟΝ στάθηκε η μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας με πανελλαδικό δίκτυο στα χρόνια 1943-1944 και δεν εξαφανίστηκε μετά την απελευθέρωση. Η ΕΠΟΝ είχε ιδρυθεί από την αρχή ως οργάνωση νέων και για καιρό πολέμου και για καιρό ειρήνης.
Οι νέοι με την υποχρεωτική ένταξή τους στην ΕΟΝ μέσα από το σχολείο και στη συνέχεια με την εμπειρία της ΕΠΟΝ βίωσαν σε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους, τη διαπλοκή της προσωπικής τους ζωής με τις περιπέτειες της οργάνωσης.
Η ένταξη στις αντιστασιακές οργανώσεις ήταν εθελοντική, μυστική για την πρώτη περίοδο της Κατοχής και επέσυρε πολλούς κινδύνους, Η ένταξη σε μια αντιστασιακή, παράνομη οργάνωση, αποτελούσε μια απελευθερωτική διαδικασία όπου ο νέος περνούσε από την εφηβεία στην ενηλικίωση.
Στο Βογατσικό , πολλοί ήταν οι νέοι οι οποίοι με το πέρασμα τους από την ΕΟΝ στην ΕΠΟΝ βίωσαν την ενηλικίωση μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Στην ΕΠΟΝ  είχαν στρατολογηθεί και πολλά κορίτσια. Συγκεντρώνονταν στο Δημοτικό Σχολείο, όπου χόρευαν, συμμετείχαν σε θεατρικά, συγκέντρωναν λίγα τρόφιμα για άπορους…  Αναπτύχθηκε μεταξύ τους η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, έκαναν όνειρα για μια καλύτερη ζωή και σιγά-σιγά αποκαταστάθηκε η χαμένη αξιοπρέπειά τους. Η συμμετοχή τους στην ΕΠΟΝ ήταν μια πράξη αντίστασης. «Η επίκληση της χαράς ήταν από μόνη της αντίσταση». Η μαρτυρία του Κώστα Βαϊνά που ακολουθεί, είναι μια πηγή βίωσης αυτής της εμπειρίας και η πιο αντιπροσωπευτική μεταξύ άλλων.
25/ 03/ 1938 Παρέλαση της ΕΟΝ. Διμοιρήτης: Βράκας Δήμήτριος, σημαιοφόρος: Κωνσταντίνος Βαϊνάς. Από αριστερά: Αθανάσιος Τζαβέλλας και Παναγιώτης Λιάζος, αξιωματικός χωροφυλακής.

 Κώστας Βαϊνάς   1920- 2015    Βογατσικό 19 Δεκεμβρίου 2010

"Η ένταξή μας στην ΕΟΝ ήταν υποχρεωτική. Από τα δεκαοκτώ μου χρόνια, έως που πήγα φαντάρος το 1940-1941 κάθε Κυριακή συγκεντρωνόμασταν στο Δημοτικό Σχολείο φορώντας τη στολή μας. Μετά τον εκκλησιασμό, ο δάσκαλος Δημήτρης Βράκας μας μιλούσε με λόγια πατριωτικά και ενθουσιώδη και συνήθως λέγαμε το παρακάτω τραγούδι: (όπως το θυμάται)
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;
Γιατί λάμπει έτσι ο ήλιος γιατί φέγγει έτσι η μέρα;
Γιατί σαν αυτή παιδί μου την ημέρα τη χρυσή
 που τη χαίρεσαι και συ, στέρεψε το μαύρο δάκρυ, κλείσανε πολλές πληγές.
Αψηλώσανε τα στάχυα και τα γύρω μας τα βράχια,
 εγινήκαν ορθοβούνια και χρυσοπηγές.
Μια ημέρα σαν και τούτη την ολόφωτη κι ωραία
ξεδιπλώθηκε και πάλι η γαλάζια μας σημαία,
που ΄χει τ’ ουρανού το χρώμα και σκεπάζει τ’ άγιο χώμα.
Εμπρός για μια Ελλάδα νέα!
Εμπρός μ΄ελληνική καρδιά!
Εμπρός- εμπρός περήφανα, γενναία με της Ελλάδας τα παιδιά.
Εμπρός η δόξα η παλιά μας να ξαναζήσει είναι καιρός
 με τον γενναίο βασιλιά μας, εμπρός πάντα εμπρός!"

-Η μεταξική δικτατορία μιμούμενη ξένα πρότυπα προσπάθησε να περάσει στην καθημερινότητα των Ελλήνων τελετές αλλά και μαζικές παρελάσεις, συλλαλητήρια, περιοδείες και αθλητικά γεγονότα. Επίσης εορτάζονταν εθνικές εορτές και επέτειοι του καθεστώτος. Γι αυτό και η νεολαία Βογατσικού συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις της 4ης  Αυγούστου 1938.

«Στις 4 Αυγούστου του 1938 πήγαμε στη μεγάλη καθιερωμένη παρέλαση στην Αθήνα. Δώσαμε τότε πεντακόσιες δραχμές εισιτήριο (σημαντικό ποσό για εκείνη την εποχή) για να ταξιδέψουμε με το τραίνο. Ήμασταν: ο Ανδρέας Αθανασιάδης, ο Ανδρέας Βαϊνάς, ο Τριαντάφυλλος Τζαβέλλας , ο Δήμος Βυτανιώτης, ο Δήμος Βαδραχάνης και άλλοι. Τότε το χωριό μας ανήκε στο δήμο Φλωρίνης και όσοι δεν είχαμε στολή μας έστειλαν από τη Φλώρινα να βολευτούμε. Κι ήταν άλλες κοντές κι άλλες στενές, λίγο στενέψαμε τις φαρδιές, τέλος πάντων ξεκινήσαμε.
Μαζί με τη νεολαία του κάθε νομού ταξίδευαν και οργανοπαίχτες, γιατί, κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα μετά την παρέλαση θα παρουσίαζε τη μουσική του τόπου του. Εμείς είχαμε μαζί μας και κομπανίες με χάλκινα με τον πολύ γνωστό κλαριτζή, τον Μπίτα, ο οποίος ήταν γνωστός στο Βογατσικό από τους γάμους και τα πανηγύρια. Η παρουσίαση αυτή γίνονταν στο Καλλιμάρμαρο. Ο Μεταξάς και ο βασιλιάς ( Γεώργιος Β’) κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα μπαίνοντας δεξιά. Εκτός από την παρέλαση πραγματοποιούνταν και αγώνες ελευθέρας πάλης. Αγωνίζονταν ο πασίγνωστος Τζιμ Λόντος με τον τούρκο Κουβεριάν. Ο Λόντος ήταν άφταστος καθώς χρησιμοποιούσε το «αεροπλανικό κόλπο».
 Ο γάμος του Ανδρέα  Ραββίνα και της Βενέτως το γένος Τακαντζά στο Βογατσικό, 1927. Δεύτερος από αριστερά, καθιστός ο κλαριτζής Μπίτας.

Όταν έφτασε η  σειρά μας να παρουσιάσουμε τη μουσική του τόπου, ο Μπίτας (δεξιοτέχνης στο κλαρίνο) ξεσήκωσε τους παρευρισκόμενους. Ειδικά όταν έπιασε να τραγουδάει τον «Λούκα» ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν απερίγραπτος! Πετούσαν τα καπέλα απ΄ τις κερκίδες, σφύριζαν, γίνονταν ένας χαμός που λέμε σήμερα. (Ο Μπίτας, ακούμπησε βαριά το πηγούνι στο χέρι –γεμάτο δαχτυλίδια-και σαν να΄ξερε τον βασιλιά από χρόνια, τραγούδησε: Δεν κάνει ο Λούκας για αρχηγός,
                          ούτε για καπετάνιος,
                          μον΄κάνει για την κλεφτουριά…

Μετά την παρουσίαση στο Καλλιμάρμαρο μείναμε για βράδυ στο Πρακτικό Λύκειο Ελληνίδων και εκεί άρχισαν οι πρώτες ενοχλήσεις  από το φαγητό που φάγαμε νωρίτερα. Την επόμενη, ο Δήμος ο Παπαμιχάλης, οδοντίατρος από το Βογατσικό και δήμαρχος στην Καλλιθέα,  μας πήγε σε ένα κέντρο και μας έκανε το τραπέζι. Κάθε τόσο έβγαζε το περίστροφο και με ενθουσιασμό έριχνε έναν πυροβολισμό (σημειωτέων απαγορεύονταν αυστηρά η οπλοκατοχή) λέγοντας  «Ζήτω το Βογατσικό»! Είχαμε επισκεφθεί και το αρχαιολογικό μουσείο και καθώς υπήρχαν διάφοροι φωτογράφοι εκεί, βγάλαμε και  μια στιγμιαία  φωτογραφία.
04/ 08/ 1938 "εις το μουσείον". Από αριστερά: Δήμος Κ. Βαδραχάνης, Δημήτριος Βυτανιώτης, Ανδρέας Βαϊνάς, Τάκης Τζήμας, Απόστολος Κουλιούμπας, Κων/νος Βαϊνάς, Τριαντάφυλλος Τζαβέλλας
Καθιστοί, από αριστερά: Απόστολος Βαϊνάς (φοιτητής ιατρικής), Ανδρέας Αθανασιάδης

Στην ΕΠΟΝ η συμμετοχή μας δεν ήταν υποχρεωτική. Κάθε δεκαπέντε μέρες συγκεντρωνόμασταν με τις λάμπες, στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου. Από στόμα σε στόμα διαδίδονταν η ώρα που θα συναντιόμασταν. Από κορίτσια ήταν η Ανίκα, η Νίκη, η Βαϊτσα… Κι από αγόρια οι γνωστοί  της ΕΟΝ κι ο Θανάσης Τόλκος που δεν τον ανέφερα. Στις συναντήσεις μας φορούσαμε κονκάρδες για να ξεχωρίζουμε. Πράσινες, κόκκινες, μπλε και βάζαμε πλάκες στο γραμμόφωνο, το κουρδίζαμε και χορεύαμε ευρωπαϊκά (φοξ) και καλαματιανά. «Η σειρά της κόκκινης κονκάρδας»! και άρχιζε η ομάδα της κόκκινης κονκάρδας. Τραγουδούσαμε και πολλά επαναστατικά τραγούδια, δημοτικά, αλλά και άσματα για αγάπες. Είχαμε βέβαια και το φόβο των Ιταλών καθώς περνούσαν από το χωριό πολλές φορές, αιφνιδιαστικά για εκφοβισμό. Πολλοί δεν έρχονταν στις συναντήσεις μας από φόβο αλλά ούτε και μας μαρτύρησε ποτέ κανείς. Κάποιες φορές κανονίζαμε και μαζεύαμε λίγα τρόφιμα, λίγο τυρί, γάλα η ψωμί για ανήμπορες γερόντισσες. Μια φορά παίξαμε κι ένα θεατρικό, τον «Φιάκα» (κοινωνική σάτιρα του Δημοσθένη Μισιτζή). Εγώ είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο και η Σταμάτω  έπαιζε την Ευανθία.
-Σ΄αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ στην επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Β’  στην Καστοριά στις 12 Μαϊου  του 1938 και το πέρασμά του από το Βογατσικό. Η επίσκεψή του έγινε προς ένδειξη τιμής στο χωριό των Μακεδονομάχων. Ο βασιλιάς, ο έτερος στυλοβάτης του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά, εκφώνησε λόγο στη «Λέσχη» και η υπάρχουσα φωτογραφία, αποτελεί ντοκουμέντο της επίσκεψής του. Ο φωτογράφος, κατέγραψε και την ακριβή μέρα και ώρα: 12 Μαίου, ημέραν Πέμπτην, τη ώρα 11.55 το 1938.

Για την υποδοχή του εκείνη τη μέρα, είχε φτιαχτεί μια αψίδα από κλαδιά κυπαρισσιών τα οποία κόπηκαν από τα δέντρα της Αγίας Παρασκευής και τοποθετήθηκαν μπροστά από το παντοπωλείο του Τέζια. Επίσης, από το παντοπωλείο του Τέζια, έως και τη «Λέσχη», ο δρόμος είχε στρωθεί με υφαντά κιλίμια, για το φτιάξιμο των οποίων οι γυναίκες του χωριού είχαν βάλει όλη τους την τέχνη. Μήνες νωρίτερα, ο λαϊκός ζωγράφος του χωριού Θεμιστοκλής Χατζηθεοχάρης  φιλοτέχνησε την αίθουσα της «Λέσχης» με υπέροχα σχέδια, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου καλύφθηκαν από στρώματα μπογιάς. Στη συνέχεια ο βασιλιάς και η συνοδεία του έφυγε για Καστοριά και πολλοί από το χωριό πήγαν περπατώντας προκειμένου να παρακολουθήσουν την ομιλία του.

Βιβλιογραφία:
Η δικτατορία Μεταξά, νεολαία-ιδεολογία-αισθητική. Ιστορικά, Ελευθεροτυπία 2010.
Οντέτ Βαρών Βασάρ, Η ΕΠΟΝ της Κατοχής. Η ιστορία μιας μοναδικής συνάντησης.
Συνέντευξη, Κώστα Βαϊνά.

Φωτογραφίες: Αρχείο Βαϊτσας Βαϊνά, Σταύρου Σλιμηστινού, ημερολόγιο 2002, Γαμπροί και νύφες από το Βογατσικό, του Συνδέσμου Βογατσιωτών Θες/νίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ».