Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940

 Η ελευθερία της πατρίδας ήταν για τους Έλληνες το υπέρτατο καθήκον κι αυτό το απέδειξαν επανειλημμένα στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας τους. Ο πόλεμος του 1940 στα ελληνοαλβανικά σύνορα ήταν για τη χώρα μας η απαρχή μιας νέας περιόδου γεμάτη περιπέτειες, ηρωικές  στιγμές και θυσίες.
Το Βογατσικό ανταποκρίθηκε στο εθνικό κάλεσμα πληρώνοντας τον δικό του φόρο αίματος στα πεδία των μαχών. Το ίδιο είχε πράξει και στο παρελθόν στον Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους και στον πόλεμο στη Μικρά Ασία.
Με την ευκαιρία της επετείου του «ΟΧΙ», ως ένδειξη ελάχιστης τιμής και ενθύμησης θα γίνει μια αναφορά στους στρατευμένους που έχασαν τη ζωή τους αλλά και σ’ αυτούς που πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο μαχόμενοι ηρωικά για την ελευθερία.


Στον πόλεμο του 1940 έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά οι στρατευμένοι: Βλάχος Κωνσταντίνος, Δόβας Χρυσόστομος, Μανώλης Θεοχάρης, Σαμαράς Ελευθέριος και Σιδέρης Σιδέρης.

 
Κων. Βλάχος, 1919. Σκοτώθηκε στις 12-03-1941     Χρυσ. Δόβας, 1912. Σκοτώθηκε στις 
στη Ντερντούσια Κάμιας                                           08/04/1941 στο Μνήμα Γραίας Κάμια

  
Θεοχ, Μανώλης, 1912. Σκοτώθηκε στις 23/03/1941     Ελ. Σαμαράς, 1912. Σκοτώθηκε στις 
στο Πόγραδετς, Ύψωμα Κορίτσα                                  14/11/1940 στη Μόροβα

Σιδέρης Σιδέρης, 1914. Σκοτώθηκε
στις 04/11/1940 στη Μεσοποταμία Καστοριάς




Μικρή κλίμαξ της ψυχής και του θανάτου, Νίκος Καρούζος


Μὲ λίγα ροῦχα αἱματωμένα βρέθηκε νεκρὸς
στὴ θερινὴ σελήνη καὶ οἱ φυλλωσιὲς
τοῦ ἔδιναν τώρα τὴ δόξα ποὺ εἶναι
πάνω ἀπ᾿ τὶς ἐπιθυμίες καιρὸς
ἀκίνητος στοὺς ἤχους τοὺς καθηγιασμένους.
Εἶχε μία φοβερὴ πληγὴ στὴν καρδιά του κι ἄλλες ἀκόμη
στὴ λεκάνη στὰ χέρια μέσ᾿ στὸ σεληνόφως
ἔβγαινε ἀπ᾿ ὅλο τὸ σῶμα του ἡ ὀμορφιὰ
σμίγοντας μὲ τὰ χώματα.
Καὶ μία στιγμὴ ὁ θεὸς ἔστειλε ἀγγέλους γύρω του
ἄνθη φλογερά, ἱμάτια ἀπὸ λευκὴ σιωπὴ
τῆς νύχτας ἡ κλίμαξ αὐτὸς
ἀνέρχεται μὲ λίγα ροῦχα αἱματωμένα.
 Ελέγαμε: Ένα ΜΑΡΑΘΩΝΑ ακόμα!
από αριστερά πάνω: 2ος Δημήτριος Βράκας
                                 3ος Ανδρέας Βράκας
                                 4ος Ιωάννης Παπανδρέου
από δεξιά κάτω:       1ος Νίκος Ριζόπουλος

Ελέγαμε: Μια ΣΑΛΑΜΙΝΑ  ακόμα!
Καταφύγιο- Δημοτικό Σχολείο Κορυτσάς
                                         από αριστερά μπροστά στο δέντρο: 1ος Αθανάσιος Σλημιστινός

Ελέγαμε: Ακόμα ένα ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ!
από αριστερά: 1ος Νίκος Τσιτσιπάτης
                        2ος Λευτέρης Τζιμάνης
                        3ος Αγαθοκλής Δαρλαγιάννης
                        4ος Γρηγόρης Ζάχος
                        5ος Στέργιος Σαμαράς
Στο 32ο Σύνταγμα, πήραν μέρος στη μάχη του Πόγραδετς (πληροφορία, Γ. Δεληγιάννης)
Κι ήρτες τέλος συ Μητέρα-Μέρα,
οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα
τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό
σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν
ιστορικό ρυθμό!...
Άγγελος Σικελιανός 15 Νοεμβρίου 1940 (Νέα εστία)

μεσαία σειρά 3ος από δεξιά: Χρυσόστομος Ρίζος
                      4ος από δεξιά: Δημήτριος Σκανδάλης

Δημήτριος Βυτανιώτης, κλάση '36, υπηρέτησε στο 32ον Σ. Π. ΙΧ Μεραρχίας, πολέμησε στο ανεξάρτητο Τάγμα Χιονοδρόμων.

Βογατσιώτες πολεμιστές του '40
πάνω σειρά από αριστερά: 1ος Κωνσταντίνος Τζιόλας
                                            2ος Δημήτριος Σαρακατσάνης
                                            3ος Ανδρέας Τζηκαλάγιας
                                            4ος Στέργιος Πέιος
κάτω σειρά από αριστερά: 1ος Παντελής Μουράτης
                                            2ος Θεοχάρης Μανώλης

Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 πήραν μέρος και άλλοι Βογατσιώτες, όπως:
ο Χρυσόστομος Βυτανιώτης, ο Χρήστος Βαϊνάς, ο Γιάννης Ζάχος, Σταύρος Σλημιστινός και πολλοί άλλοι.

Σουλτάνα Κίτσιου (αφήγηση)
Όταν έφτασε η είδηση ότι ο Κώστας (Βλάχος) σκοτώθηκε, η μάνα μου δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Πώς είναι δυνατόν» έλεγε. «Μόλις προχτές μου έστειλε το γράμμα». Έκλαιγε νύχτα-μέρα και το χε μουσκέψει στα δάκρυα τόσο, που δεν ξεχώριζαν οι λέξεις. Ώσπου το πήρε ο μπαμπάς και το ‘κοψε σε κομματάκια και το πέταξε.
Το παιδί πήγε δεκαεννιά χρονών  στρατιώτης. Η γιαγιά μου έγραφε τα παιδιά της μεγαλύτερα απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Ήταν γεννημένος το 1920. Ο  Ζαχαρίας ο αδερφός του ήταν γεννημένος το 1907 και πολέμησε κι αυτός το  1940. Ο ίδιος τον έθαψε πρόχειρα. Μας έλεγε πως είναι θαμμένος κάτω από μια αγριογκορτσιά, απέναντι από την Οχρίδα. «Να πάτε να τον φέρετε» μας έλεγε. Η γιαγιά μου η Ζωή κάθε βράδυ έβλεπε στον ύπνο της ότι «στόλιζε τα κόκκαλα». Λένε πως οι Βορειοηπειρώτες μάζεψαν τα οστά κι έκαμαν ένα κοιμητήριο, έκαμαν κι έναν  σταυρό από ξύλο. Μπορεί να τον βρήκαν…

Βογατσιώτες που πήραν μέρος στον πόλεμο του 1940 (φωτογραφία από εφημερίδα το Βογατσικό, αριθ φύλλου 104)
από αριστερά: 1ος Χρυσόστομος Ρίζος
                        2ος Κλεάνθης Τζαβέλλας
                        3ος Χρυσόστομος Σιδέρης
                        4ος Κωνσταντίνος Τακαντζιάς
                        5ος θωμάς Γαλιλαίος
                        6ος Γεώργιος Σλημιστινός

Έχουν περάσει 75 χρόνια από τον πόλεμο του 1940. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας που πήραν μέρος σ’ αυτόν έχουν φύγει πια και δεν  τους έχουμε δίπλα μας για να μας υπενθυμίζουν τις θυσίες, τις κακουχίες, τις αγωνίες, τη θλίψη και τις χαρές τους. Γνωρίζουμε όμως πως τη λευτεριά τους δεν τη ζητιανέψανε! Και πως το «ΟΧΙ» το  ‘καναν γιορτή! Και μάλιστα έβαλαν πριν απ’ αυτό τη λέξη ΖΗΤΩ!


ΠΗΓΕΣ:
Δυτικομακεδόνες που θυσιάστηκαν στον ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ 1940- 1941, Νικολάου Κων. Δεληγιάννη, Υποστρ. μηχ. ε.α. 
Θεσ/νίκη, 1996
Το ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940- 1941 (Ημερολόγιο Δεκανέως Αριστείδη Μαυροβίτου), Ιωάννη Τόλιου, Υποστρ. ε.α., ΚΑΔΜΟΣ, 
Θεσ/νίκη 2010
Το Βογατσικόν , Ανδρέου Δ. Κορομήλη
Θεσ/νίκη 1972
Εφημερίδα "το Βογατσικό", αριθ. φύλλου 104, Ιούλιος 1998- Δεκέμβριος 1998
Εφημερίδα "το Βογατσικό", αριθ. φύλλου 78, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 1991
Φωτογραφίες από:
αρχείο Κων. Βράκα, Ειρήνης Μπλιάγκα, Σουλτάνας Κίτσιου, Σταύρου Σλημιστινού, Ελένης Δόβα, Θωμαής Ρίζου, Κωνσταντίνου Σιδέρη

Ευχαριστίες:
Μαρία Παπαϊωάννου (τεχνική υποστήριξη)
Ελένη Μπλιάγκα (επιμέλεια φωτογραφιών)
Σουλτάνα Κίτσιου (πληροφορίες)

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΗΛΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΠΕΠΟΝΙΑ

Still Life with Melons, Grapes   1864- George Hetzel

Όλοι είμαστε λίγο-πολύ συλλέκτες. Έτσι κι εγώ. Είμαι συλλέκτης εποχών, γεύσεων, χρωμάτων, ήχων, αναμνήσεων και ιδανικών στιγμών. Έχω ένα μικρό μουσείο με έμψυχα και άψυχα.  Τα 'χω φυλαγμένα σε κουτιά διαφόρων μεγεθών, σε βαζάκια, σε μπουκάλια, σε μικρά κλουβιά και μερικά απ΄ αυτά σε ένα μέρος του μυαλού μου. Τα ξεσκονίζω που και που, γιατί η αξία των αναμνήσεων δεν ιεραρχείται με τη σκόνη. Ποιος είναι ο θησαυρός μου;
Χρυσοκόκκινα υγρά φύλλα του Φθινοπώρου και σταφύλια ώριμα. Ρόδια κόκκινα με ρουμπινένιους σπόρους. Μυρωδιά φρεσκοκομμένου ξύλου και καπνός στα τζάκια. Κομμένοι κορμοί στρογγυλοί, μαρτυρούν το πέρασμα δεκάδων χρόνων. Μικρά πούπουλα από σπουργίτια. Μια αλεπουδίτσα τόσο μικρή και τόσο κόκκινη. Οργισμένες στάλες βροχής. Χαλβάς με καρύδια και φέτες λεμόνι στο σιρόπι, κάθε Φεβρουάριο στα γενέθλιά μου. Κουραμπιέδες και πορτοκάλια Άρτας τα Χριστούγεννα.
Φρέσκο-ψημένα ψωμιά  και τυρόπιτα στο τηγάνι. Μήλα και χρυσά πεπόνια. Τις τρομαγμένες κότες στον ορνιθώνα. Μισό τσιγάρο «Έθνος» άφιλτρο στα κρυφά στο μποστάνι. Τηγανητές μελιτζάνες τον Ιούλιο και μετά μια ξαφνική νεροποντή. Σαλιγκάρια ξεθαρρεμένα  με τις μαλακές κεραίες τους κάνουν επιδρομή στα χαμομήλια. Βραδυκίνητες χελώνες στην εξοχή.
Μικρά αστεράκια τον Αύγουστο πέφτουν σε πορεία τοξωτή. Μικροί δορυφόροι που δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω  απ’  τ’  αστέρια. Η Αφροδίτη μόνον φεγγίζει όλο το χρόνο πολύ κοντά στο φεγγάρι με την σαν από φλούδα πορτοκαλιού όψη. Τα φιδάκια κρύβονται κάτω απ΄ τις  πέτρες τα καυτά μεσημέρια, και τα χόρτα μυρίζουν  ταυτόχρονα σαν κάτι καμένο και δροσερό μαζί.
Τον Χειμώνα ο γερόλυκος κατεβαίνει πολύ κοντά στο χωριό. Εγώ τον ακούω κάτω  απ΄ τη φλοκάτη και τον λυπάμαι. Σκέφτομαι πως κρυώνει, πεινάει και είναι τόσο μόνος! Στο μπαλκόνι η φωλιά των χελιδονιών μοιάζει με το ζυμάρι της μηλόπιτας περασμένο στον τρίφτη.
Μέσα στο συρτάρι σ΄ ένα κουτί από λουκούμια κοιμούνται τα πρώτα μου μαλλιά, στο χρώμα του μελιού. Σκουφάκια, παιδικά παλτό, φόρεμα από κόκκινο βελούδο η πράσινη τσόχα, ένα μικροσκοπικό ζιπουνάκι, ένα μαξιλάρι. Φιλοξενούνται σε ένα κουτί τουλάχιστον τριάντα χρόνων. «Κατεψυγμένα κρέατα Αργεντινής» γράφει  απ έξω. Θα περίμενε κανείς ανοίγοντάς  το να δει παϊδάκια αρνίσια φερμένα  απ’ τη μακρινή χώρα.
Σε άλλο κουτί στρογγυλό αυτή τη φορά, φωτογραφίες. Εγώ με λίγα μαλλιά κι αλλού με περισσότερα. Η αδερφή μου με τα παπούτσια φορεμένα ανάποδα. Εγώ γελώ και μου λείπει ένα δόντι. Εγώ λέω ποίημα ή παίζω σε «σκετς». Είμαι η Μόρφω και έχω αδερφό τον Κωνσταντή. Μπαίνω στη σκηνή και λέω έντρομη: «Καπεταναίοι βιαστείτε τον πιάσανε!» -«Τι λες ωρέ Μόρφω!» κι εγώ τραυλίζοντας «ε… ε… εκείνον τον Κωνσταντή».
Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν μόνον τη χαρά λες και η ζωή είναι ένα διαρκές πανηγύρι.
Έτσι κάθε φορά που έρχομαι στο σπίτι αναζητώ τη χαρά των παιδικών χρόνων. Η χαρά και η ευχαρίστηση είναι η κατευθυντήρια δύναμη του συλλέκτη. Ο χρυσός κανόνας.
Όταν φεύγω πάλι, βάζω σημάδια στο δρόμο. Σκορπίζω ψίχουλα και σπόρους, σαν τον κοντορεβιθούλη (ή δεν θυμάμαι τέλος πάντων ποιος ήταν ο  ήρωας του παραμυθιού). Πολύ γρήγορα όμως τα παίρνει ο αέρας και χάνονται. Την άλλη φορά λέω να βάλω άλλα «σημάδια». Τις λεύκες ίσως, δεξιά κι αριστερά του καινούριου δρόμου και τα μικρά ξωκλήσια. Τα πεύκα και την βρύση και ότι έχει απομείνει  απ΄ τα νερά του Αλιάκμονα.



Το παραπάνω κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα  « το Βογατσικό»,  Αρ. φύλλου 104, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η ιστορία της μετανάστευσης στην Ελλάδα είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η ιστορία της. Από την κάθοδο των Δωριέων και τη μετακίνηση των φυλών στα παράλια της Μ. Ασίας έως σήμερα ο Έλληνας ταξίδευε είτε για λόγους οικονομικούς, για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων, για την αναζήτηση καλύτερης τύχης, για καλύτερες συνθήκες ζωής, είτε εξαναγκαζόταν λόγω των πολέμων και των εθνικών καταστροφών. Η περιέργεια και η αγάπη για την περιπέτεια συμπληρώνει τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες διέσχιζαν τις θάλασσες  σ’όλο τον κόσμο. Οι κάτοικοι της Δυτ. Μακεδονίας στους πέντε αιώνες της Οθωμανικής σκλαβιάς εκμεταλλεύτηκαν κάθε ευκαιρία και συνθήκη που τους επέτρεπε να μετακινηθούν σε πλούσιες πόλεις της Ευρώπης, στα Βαλκάνια, σε παραθαλάσσιες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες,  στα Δυτικοευρωπαϊκά κέντρα.
Η Καστοριά έως τα τέλη του 1912 αποτελούσε τουρκικό έδαφος. Οι αυθαιρεσίες των τουρκικών αποσπασμάτων σε βάρος του υπόδουλου ελληνισμού αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο και η αναρχία που επικρατούσε στην περιοχή εμπόδιζε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έως τις αρχές του 20ου   υπάρχει έντονο το φαινόμενο της τρομοκρατίας με τη ληστεία ιδιαίτερα στα μέρη  της Δυτ. Μακεδονίας   να «έχει καταντήσει ενδημική ασθένεια». Η λύση για τους φτωχούς αγρότες  αλλά και τους αστούς ήταν να φύγουν σε άλλους τόπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη όπου άκμασαν παροικίες των Δυτικομακεδόνων. 
Επιπλέον, βαριά ήταν η φορολογία και το φτωχό έδαφος, οι σοδειές του οποίου δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού έκανε επιτακτική την ανάγκη για φυγή. Επίσης, η εξευτελιστική ήτα των Ελλήνων από τους Τούρκους το 1897,(ο ακήρυχτος πόλεμος των τριάντα ημερών) η προηγούμενη χρεοκοπία του 1893,(επί πρωθυπουργίας του Τρικούπη), η ταραγμένη περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα 1904-1908, οι δύο Βαλκανικοί 1912-13, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική καταστροφή με το συνεπακόλουθο της εισροής των προσφύγων  αποτελούν τους λόγους για τους οποίους η μετανάστευση αποτελεί το μοναδικό τρόπο διαφυγής από τη ζοφερή κατάσταση.
Η κάρτα έχει αποσταλεί στο Βογατσικό στις 1.1.1911 από τον κ. Τοζίδη εκ Κωνσταντινουπόλεως

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αποδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη επαγγέλονταν τους «μαστόρους» δηλαδή τους κτίστες και τους ξυλουργούς. «Εκεί οι Βογατσιώτες μαζί με τη «μαστουράντζα» των Ζουπανίων δούλευαν στα σεράγια των πασάδων και των μπέηδων και σε διάφορα άλλα έργα οικοδομικής». Οι ελληνικές κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη πριν το 1922 έλεγχαν το 50% του υπενδεδυμένου στη βιομηχανία κεφαλαίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 60%  των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους και το 1914 το 46% από τους ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Στη Θεσσαλονίκη οι Βογατσιώτες ίδρυσαν το Σύνδεσμο των αποδημούντων Βογατσιωτών με την επωνυμία «Ο Άγιος Κωνσταντίνος».   Στις 30 Νοεμβρίου του 1921 στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο Αναγνωρισμένων Σωματείων με αύξοντα αριθμό 316.

Ύστερα από την παρακμή των ελληνικών κοινοτήτων στα τέλη του 19ου αι. στην Ευρώπη παρατηρείται ζωηρό μεταναστευτικό ρεύμα με σημαντικότερο αποδέκτη αυτή τη φορά την Αμερική. Στην εικοσαετία 1900-1920 η Ελλάδα σ’ ένα μεταναστευτικό πυρετό χάνει το 8% του πληθυσμού της. Εκείνο το χρονικό διάστημα αρκετοί κάτοικοι του Βογατσικού μεταναστεύουν για να  αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής .
 Από τα αρχαία χρόνια το πιο ασφαλές μέσο για να ταξιδέψει κανείς ήταν το πλοίο. Και για να ταξιδέψει όλο αυτό το πλήθος προς την Αμερική κατασκευάστηκαν τα υπερωκεάνια, τα γνωστά ως «μεταναστευτικά ποντοπόρα πλοία»  τα οποία  συνδέθηκαν με το φαινόμενο της αποδημίας. Έτσι  κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα καράβια ειδικά διαμορφωμένα για να φιλοξενούν εκατοντάδες κόσμου, χωρίς μεγάλους χώρους αναψυχής. Τα πλοία «Μωραΐτης» και «Αθήναι» είναι τα πρώτα που ταξιδεύουν προς την Αμερική από την εταιρεία των Μωραΐτη  και Παν. Βαλλιάνου. Μετά την πτώχευση της  εταιρείας αυτής  εμφανίζεται η «Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος» των αδερφών Εμπειρίκων. Η εταιρεία αυτή διαθέτει τα πλοία: «Πατρίς», «Μακεδονία», «Ιωάννινα», «Θεσσαλονίκη», «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» το μετέπειτα «Μεγάλη Ελλάς» και «Βύρων». Με τα καράβια αυτά ταξίδεψαν εκατομμύρια  κόσμου, κυρίως άντρες, σ’ ένα ταξίδι που διαρκούσε 20 με 22 ημέρες κάτω από «φριχτές» συνθήκες. Τα εκατοντάδες πρακτορεία των μεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών που υπήρχαν παρουσίαζαν την Αμερική ως τη χώρα της επαγγελίας, μια χώρα με ευημερία και πλούτο.

Το Πατρίς ΙΙ, το πλοίο των Εμπειρίκων ναυπηγήθηκε στη Μ. Βρετανία το 1926, για λογαριασμό της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδας. Ταξίδεψε κυρίως στη Μεσόγειο, στη γραμμή Μασσαλίας- Πειραιώς- Αλεξανδρείας, μέχρι το 1940, οπότε πουλήθηκε σε Σουηδούς.

Οι περισσότερες από τις πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τους μετανάστες από το Βογατσικό προς την Αμερική (στις αρχές του 20ουαι.) προέρχονται από ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, από φωτογραφικό υλικό και κάποιες ενθυμήσεις συγγενών  των μεταναστών. Ύστερα από έρευνα λοιπόν, αποδείχτηκε πως ο Ιωάννης Νάντσιος γραμμένος στη λίστα των αφιχθέντων στο Έλλις Άϊλαντ ως  (Natzou Ioannis)  ταξίδεψε με το πλοίο «Πατρίς»  το 1910 και κατέφθασε στο λιμάνι της Ν. Υόρκης στις 28 Αυγούστου του 1910.
                Ιωάννης Νάντσιος                        Ιωάννης Μπάγγος
 Ο γνωστός μπαρμπαγιάννης που έφτιαχνε τα περίφημα «μπιμπλιά», σ΄εκείνο το ταξίδι συνόδευε τον δεκατετράχρονο? Νικόλα ( ανεψιό η μικρό αδερφό). Ήταν ήδη παντρεμένος με τη Βγένα η οποία δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Αμερική καθώς παρουσίαζε πρόβλημα στα μάτια. Στο ίδιο καράβι ταξίδευε και ο Ζήσης Τζήμας (Zisis Tzimou)  όπως και ο Νικόλαος Σαββαρίκας (Nicolaos Savarikas). Οι παραπάνω έφυγαν δύο χρόνια πριν την απελευθέρωση του χωριού και της Καστοριάς το Νοέμβριο του 1912.Όσο αυτοί βρίσκονταν στην Αμερική το χωριό κάηκε από τους Τούρκους δύο φορές. Την πρώτη στις 15/ 10/12 όπου οι Τούρκοι πυρπόλησαν 60 σπίτια γιατί είχαν αντιληφθεί την παρουσία ανταρτών στο Βογατσικό και τη δεύτερη στις 29/10/12 έκαψαν άλλα 90 σπίτια στο ήδη πυρπολημένο Βογατσικό. Την πρώτη φορά τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Βλάστη για να σωθούν, τη δεύτερη στη Σιάτιστα. (Εφημ. Το Βογατσικό Ιανουάριος 2014). Ο Γιάννης Νάντσιος συνάντησε στην Αμερική τον κουνιάδο του Ιωάννη Μπάγγο, εγκαταστημένο στο Μόντρεαλ του Καναδά,  ο οποίος του εξασφάλισε κατάλυμα και εργασία. (πιθανότατα στον τομέα της ζαχαροπλαστικής).  
                           

Καθιστός 1ος από αριστερά: Ιωάννης Νάντσιος
Όρθιος 1ος από δεξιά: Ιωάννης Μπάγγος
Δεν έμεινε πολλά χρόνια στην Αμερική καθώς η κάρτα με τη φωτογραφία του Γιάννη Μπάγγου που αποστέλλεται με ημερομηνία 1915 τον βρίσκει στο Βογατσικό. 
Ένας άλλος συγχωριανός μας, ο Αθανάσιος Σαββαρίκας (Athanasios Savarikas) πήρε το πλοίο «Αθήναι» από τη Θεσσαλονίκη και έφτασε στη Ν. Υόρκη στις 23/11/1909. Επέστρεψε όμως κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Πήρε μέρος στη μάχη του Μπιζανίου και ευτύχησε στη συνέχεια να ζήσει στην ελεύθερη πατρίδα του, το Βογατσικό. Ο Δημήτριος Κορομήλης (Demetri Coromilis), υπήρξε άλλος ένας Βογατσιώτης που έφθασε στην Αμερική  στις 19 Σεπτεμβρίου 1907 με το πλοίο “Princess Irene”. Σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται από το βιβλίο του Ανδρέα Δ. Κορομήλη «Το Βογατσικόν», ο Δημήτριος Κορομήλης εργάζονταν σε εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντων. Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων επέστρεψε στον Πειραιά με πολλούς άλλους, για να συμμετάσχει στον αγώνα. « Οι νεότεροι στέλνονται στο Μέτωπο, οι δε μεγαλύτεροι στην ηλικία κρατούνται σε βοηθητικές υπηρεσίες. Έτσι, βλέπουμε τον Κορομήλη με το γκρα στο χέρι, να φυλάει σκοπός  στο στρατόπεδο   όπου είναι συγκεντρωμένοι οι παραδοθέντες Τούρκοι της φρουράς Θεσσαλονίκης».
Και άλλες αφίξεις στην  Αμερική
Πολλές γυναίκες δεν ταξίδευαν για την Αμερική αλλά η πρώτη γυναίκα  από το Βογατσικό που καταχωρήθηκε στις λίστες των αφιχθέντων στο Έλλις Άιλαντ ήταν η κ. Πανταζή. Επίσης υπάρχουν στοιχεία για τις Αγλαΐα Τσιμπουκά και την κόρη της Βενετία. Έφτασαν στη Ν. Υόρκη στις 7 Φεβρουαρίου του 1922, με το πλοίο «Μεγάλη Ελλάς». Ο Δήμος Τσιμπουκάς σύζυγος της Αγλαίας, είχε φτάσει λίγα χρόνια νωρίτερα και άνοιξε εστιατόριο. Οι Χρήστος Γαϊτάνος και ο Ανδρέας Δραγούμης πιθανότατα ξεκίνησαν από τα λιμάνια της Κωνσταντινούπολης και της Λίβερπουλ αντίστοιχα. Ο πρώτος έφτασε στις 17/09/12 και ο δεύτερος στις 07/02/14. Ο Αθανάσιος Μήκας έφτασε στην Αμερική στις 02/06/20. Ξεκίνησε από το λιμάνι της Πάτρας με το πλοίο «Susquehanna». Ο Γεώργιος Μαλέτσκας ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, επιβιβάστηκε στο πλοίο «Θεμιστοκλής» στο λιμάνι του Πειραιά και κατέφθασε στο λιμάνι της Ν. Υόρκης στις 13/11/1911. Να σημειώσουμε πως τους χειμερινούς μήνες στη διάρκεια του ταξιδιού οι επιβάτες της Γ’ θέσης υπέφεραν εκτός των άλλων και από τα μεγάλα κύματα που κατέβρεχαν το κατάστρωμα. Στο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» επιβιβάστηκε ο Αθανάσιος Τσιτσιπάτης από τον Πειραιά και έφτασε στην Αμερική στις 23/04/1916.Ο συμπατριώτης του Παντελής Ζώνας έφτασε στην Αμερική στις 29/11/1916  με το πλοίο sunguglielmo. Ο Ανδρέας Ραββίνας (Andreas Ravinaz) στην ηλικία των είκοσι κατέφτασε στην Αμερική με το πλοίο «Oceania», ενώ οι Αθανάσιος Πορταφίκας και ο Τσιούρκας Δημήτριος έφτασαν στην Αμερική το 1914 με το πλοίο «Θεμιστοκλής». Ο Μπάγγος Δημήτριος ταξίδεψε με το «Μεγάλη Ελλάς» το 1920 και στη λίστα των αφιχθέντων  αναγράφεται ως δωδεκάχρονος. Δεν γνωρίζω εάν  με κάποιον ενήλικα η αυτή η ηλικία ήταν η πραγματική(γιατί απ’ ότι διαπίστωσα οι ηλικίες που αναγράφονται στη λίστα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική ηλικία)αλλά υπάρχει η πληροφορία πως και τα μικρά παιδιά δούλευαν σε εργοστάσια από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, κι όταν τέλειωναν τη δουλειά καθάριζαν και το εργοστάσιο.
 Ο Μηνάς Βράκας  αποβιβάστηκε στο Έλλις Άιλαντ  στις 13/05/25. Ο γνωστός «μπαρμπα-Μηνάς» κατά  την επιστροφή του στο χωριό έφερε και την πρώτη βιντεοκάμερα με την οποία κατέγραψε κατά τη δεκαετία του εβδομήντα  κυρίως, όλες τις σχολικές παρελάσεις, τις καταθέσεις στεφάνων και τις γυμναστικές επιδείξεις.

Όρθιοι: 1ος αριστερά, ο Μηνάς Βράκας
Καθιστοί: 1ος αριστερά, ο Χρήστος Γαϊτάνης, 2ος: Παντελής Ζώνας
Μπάφαλο, ΗΠΑ, 1925
Οι Βογατσιώτες  στην Αμερική εγκαταστάθηκαν είτε στο Μόντρεαλ του Καναδά, είτε στο Μπάφαλο της Ν. Υόρκης. Το Μπάφαλο στις αρχές του 20ου αι. ήταν μια πολύβουη πόλη με ξύλινα σπίτια, πολυσύχναστους δρόμους, και πάγκους με φρούτα και λαχανικά δεξιά και αριστερά. Οι περισσότεροι  μετανάστες δούλευαν στην κουραστική και κακοπληρωμένη δουλειά του εργάτη σιδηροδρόμων δούλευαν όμως και σε εργοστάσια αλεύρων, σε στιλβωτήρια παπουτσιών η σε εργοστάσια τυποποίησης τροφίμων. Πολλοί από τους Έλληνες μετανάστες έμειναν εργάτες σε όλη τους τη ζωή εντούτοις γύρω στα 1910 κάνει την εμφάνισή της μια μεσοαστική τάξη και τα επόμενα χρόνια αρκετοί Έλληνες γίνονται ιδιοκτήτες μικροεπιχειρήσεων κυρίως στον τομέα των γλυκισμάτων, των εστιατορίων, στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, στις αίθουσες ψυχαγωγίας σε καθαριστήρια και επιδιορθώσεις παπουτσιών. Είναι η εποχή όπου αρχίζουν οι εμπορικές δραστηριότητες από τους Έλληνες της Αμερικής. Ένας επιτυχημένος Βογατσιώτης  στο Μόντρεαλ ήταν ο Κώστας Τζαβέλλας ο οποίος με υπομονή και εργατικότητα κατάφερε να δημιουργήσει μια μικρή επιχείρηση, το Restaurant «central» με εστιατόριο και μικροεμπόριο τροφίμων, γλυκισμάτων και τσιγάρων. Το εστιατόριο  βρίσκονταν στην οδό Rue st. Georges σε ένα αριστοκρατικό προάστιο στο Μόντρεαλ. Στην επιχείρηση του απασχολούσε και δύο υπαλλήλους. Ο Κων/νος Τζαβέλλας επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας του είκοσι και με την φωτογραφική του μηχανή απαθανάτισε πολλές εικόνες από τη ζωή της υπαίθρου και τα φυσικά τοπία του Βογατσικού.
Εστιατόριο "Central", Rue stGeorges, Montreal
Η υποδοχή που επιφύλαξε ο γηγενής πληθυσμός προς τους αφιχθέντες μετανάστες δεν ήταν ιδιαίτερα φιλική. Τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία και  πίστευαν πως «οι ξένοι ήρθαν να τους πάρουν τις δουλειές τους». Οι Έλληνες για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες της ζωής και την εχθρική συμπεριφορά δημιούργησαν κοινότητες. Ίδρυσαν Λέσχες, Αδελφότητες, Συνδέσμους,  Συλλόγους.
Η φωτογραφία του 1925. Πρόκειται για:
Καθισμένοι από αριστερά: 1ος Ζήσης Τζήμας, 2ος Χρήστος Γαϊτάνης, 3ος..., 4η Κ. Πανταζή, 5ος........., 6ος Χρήστος Δαγκλές
Μεσαίοι από αριστερά: Δημήτρης Κατσές, Ανδρέας Δραγούμης, Νίκος Σαββαρίκας, Θαν. Πορταφίκας, Μηνάς Βράκας, Κώστας Τζήμας
Πάνω όρθιοι από αριστερά:
Παντελής Ζώνας, Ανδρέας Ραββίνας, Κώστας Σιμώτας του Αθαν. (Γκαντίνας), Γιώργος Μαλέτσκας
 Μ’ αυτό τον τρόπο ενίσχυσαν τους μεταξύ δεσμούς τους, έρχονταν σε επαφή με ομοεθνείς και συγχωριανούς, αντάλλασσαν  τα νέα από την πατρίδα  και ήταν ο μοναδικός τρόπος για κοινωνική συναναστροφή από τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι δε γνώριζαν την αγγλική γλώσσα.  Την 1η Ιουλίου του 1918 στο Μόντρεαλ του Καναδά, οι Βογατσιώτες ίδρυσαν την Αδελφότητα «Η Πρόοδος». Στο καταστατικό  της «Αδελφότητας» υπογράφουν οι: Απόστολος Μήκας πρόεδρος, αντιπρόεδρος ο Τριαντάφυλλος Κορομήλης, Ταμίας και γραμματέας ο Αγαθοκλής Αθαν. Πανταζίδης και οι Σύμβουλοι: Κωνσταντίνος Καρακάσης, Δημήτριος Τσιμπουκάς, Δημήτριος Σαββαρίκας και Κωνσταντίνος Κουκουβέλης.  Το 12ο άρθρο του καταστατικού αφορά στην ανακήρυξη  δωρητών και ευεργετών ανάλογα με την οικονομική συνεισφορά του καθενός.  Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν τα έστελναν στη γενέτειρά τους, για τις ανάγκες των σχολείων και των εκκλησιών.  Οι πρώτοι  Έλληνες στην Αμερική βοηθούσαν τους νεοφερμένους και τους έβρισκαν απασχόληση ή τους προσλάμβαναν στις μικρές επιχειρήσεις τους. Συγκεντρώνονταν στις γιορτές κυρίως και πότε-πότε έβγαιναν και κάποιες φωτογραφίες τις οποίες έστελναν στο χωριό. Καλοντυμένοι και χαμογελαστοί, καθισμένοι σε περίτεχνα καθίσματα συντηρούσαν την εικόνα της Αμερικής ως την ονειρεμένη χώρα των ευκαιριών.

Μετανάστες Βογατσιώτες στις διακοπές τους στο Βογατσικό

Δήμος Τζαβέλλας  διήγηση 19/07/2015
Ο πατέρας μου Κωνσταντίνος Τζαβέλλας ήταν γεννηθείς το 1883. Έφυγε για την Αμερική το 1906 μαζί με μια μεγάλη ομάδα Βογατσιωτών, ήταν γύρω στα 14 άτομα. Νωρίτερα είχαν πάρει ειδική άδεια από ανώτερο αξιωματικό της Τουρκικής Ταξιαρχίας που είχε έδρα στη Λειψίστα (Νεάπολη). Αφού πήραν την άδεια και μια "βελεντζοπούλα" στη μασχάλη ο καθένας, με το «τραινάκι» έφτασαν στην Καρδίτσα και μετά στην Αθήνα όπου συνάντησαν τον Στέφανο Δραγούμη. Εκείνος τους διευκόλυνε για να πάρουν ένα καράβι από την Πάτρα, και μέσω Ιταλίας να φτάσουν  στον τελικό προορισμό τους τη Ν. Υόρκη. Ο πατέρας μου ποτέ δεν μας διηγήθηκε για τις δυσκολίες που πέρασε παρά μόνο μιλούσε για τα ευχάριστα. Για τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονταν με την άφιξή τους, μου είχε διηγηθεί πως  σε ένα μέλος της παρέας ο γιατρός είχε γράψει με την κιμωλία έναν σταυρό στην πλάτη. Εκείνος με τη βελεντζοπούλα στην πλάτη, πήγε-ήρθε, πήγε-ήρθε, τον έσβησε το σταυρό.
Μόλις έφτασε στο Μόντρεαλ με την παρέα πάντα, έπιασαν δουλειά στους σιδηρόδρομους. Έπαιρναν κομμάτια ράγες και τις συναρμολογούσαν. Τρεις μέρες όλες κι όλες. Την  Τρίτη μέρα  άρχισαν τα «κύριι ιλέησον-κύριι ιλέησον» να βρεξ καμιά βρουχή να ξεκουραστούν. Στο Μόντρεαλ Βρήκε τους αδερφούς Μήκα (τον Αποστόλη, τον Νίκο κι έναν ακόμη), "Κυριμαίους" τους λέγαμε. Αυτοί είχαν εστιατόριο εκεί κι ο μπαμπάς μου είχε την εμπειρία από μαγειρική καθώς δούλευε με τον παππού μου στο εστιατόριο του τελευταίου στην Καστοριά. Εκεί είχε εμπλουτίσει τον κατάλογο με τα φαγητά καθώς είχε μάθει από τον πατέρα του εξαιρετικές συνταγές από  την ευρωπαϊκή και ανατολίτικη κουζίνα. "Εδώ θα χρειαστεί να κάνω μια παρένθεση και να σας πω για τον παππού μου το Δήμο Τζαβέλλα. Ο παππούς μου έζησε στην Κωνσταντινούπολη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και εργάστηκε στο Ξενοδοχείο «Κατιλιάν» . Το «Κατιλιάν» μαζί με το «Πέρα Παλλάς» ήταν από τα πιο αριστοκρατικά όπου έτρωγαν Ευρωπαίοι και ανώτεροι αξιωματικοί. Ο παππούς έμαθε εκεί υψηλή μαγειρική. Όταν επέστρεψε στο χωριό, παντρεύτηκε και άνοιξε ένα εστιατόριο στην Καστοριά. Οι πελάτες του κι εκεί ήταν στρατιωτικοί Τούρκοι οι οποίοι έμεναν πολύ ικανοποιημένοι κι έλεγαν «μόνο στο Κατιλιάν φάγαμε τέτοια φαγητά». Όταν μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά του ο Κώστας και ο Χρήστος, τους πήρε στο μαγαζί και τους έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς του. Το μαγαζί πήγαινε πολύ καλά αλλά το 1903 με το κίνημα του Ίλιντεν ήρθαν οι Βούλγαροι στην Καστοριά και στο πέρασμα τους κατέστρεψαν τα πάντα. Ο παππούς με τον πατέρα μου και με το θείο μου φιλοξενήθηκαν σε ένα σπίτι στο Ντολτσό για τη νύχτα και την άλλη μέρα πέρασαν με βάρκα στο Δισπηλιό απ΄ όπου έφτασαν στο  χωριό. Λίγες μέρες μετά όταν πήγαν στο μαγαζί δεν υπήρχε τίποτα. Είχαν ρημάξει τα πάντα. Δεν βρήκαν ούτε ένα κουτάλι. Ο παππούς μου απογοητεύτηκε, γρήγορα πέθανε. Ο Χρήστος παντρεύτηκε, μεγάλη φτώχεια, ο μπαμπάς μου αποφασίζει να φύγει Αμερική το 1906".
Το πρώτο που έκανε μόλις έφτασε στο Μόντρεαλ ήταν να μάθει τη γλώσσα. Και την αγγλική και τη γαλλική, γραφή και ανάγνωση. Δε θα μπορούσε να επιβιώσει διαφορετικά.
Το εστιατόριο «Central» το άνοιξε το 1911 σε ένα αριστοκρατικό προάστιο του Μόντρεαλ. Απέναντι ακριβώς βρίσκονταν η Γαλλική Μητρόπολη, και μόλις τέλειωνε η εκκλησία κάθονταν όλοι στο μαγαζί για γλυκό ή λικέρ (μόνο αυτό επέτρεπαν στην εποχή της ποταπαγόρευσης). Οι πελάτες εκτιμούσαν πολύ τα καλομαγειρεμένα φαγητά αλλά και τα τσιγάρα από εκλεκτές ποικιλίες καπνού. Στο μαγαζί υπήρχε και πιάνο και πολλές πλάκες για το γραμμόφωνο. Οι νεαρές κοπέλες που έκαναν μουσικές σπουδές συχνά έπαιζαν στο πιάνο του μαγαζιού και χόρευαν μάλιστα. Η έξοδος αυτή στο «Central» ήταν μια  καλή ευκαιρία να διασκεδάσουν αλλά και να επιδείξουν τα ταλέντα τους στους νεαρούς αριστοκράτες της περιοχής και να κάνουν τις ανάλογες γνωριμίες. Από κει ο πατέρας μου έγινε εξαιρετικός χορευτής και μου έμαθε κι  εμένα να χορεύω τους λεγόμενους «Ευρωπαϊκούς» χορούς.


Ο ξάδερφός μου ο Δήμος πήγε στο Μόντρεαλ το 1917 και έπιασε δουλειά στο μαγαζί του μπαμπά. Ο μπαμπάς μου επέστρεψε στο χωριό το 1928 μέσω Γαλλίας. Επέστρεψαν μαζί με τον Νίκο Μήκα για να παντρευτούν. Στο Παρίσι έκανε μερικά ψώνια. Πήρε και μια γούνα από τον Σαββαρίκα, «Πακέ» τον λέγαμε εμείς στο χωριό και μερικά ακόμη ψώνια. Με το πλοίο  πρέπει να του ήρθαν οι πλάκες για το γραμμόφωνο και πολλά περιοδικά, τα οποία του τα κατέστρεψαν οι Ιταλοί τον Ιανουάριο του 1942. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου Μαλαματή Κούσκουρα το 1930.

Πηγές:
Βιβλιογραφία:
Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί τουρκοκρατίας, Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1958.


Το Βογατσικόν, (Ιστορία-Λαογραφία) Ανδρέας Δ. Κορομήλης, Σύνδεσμος των εν Θεσσαλονίκη Βογατσιωτών, Θεσσαλονίκη 1972.

Εφημερίδα: Το Βογατσικό, αριθμ. Φύλλου 128 Ιανουάριος 2014.
Ημερολόγιο: Ημερολόγιο 2000, Παλιές συντροφιές Βογατσιωτών,  Νοέμβριος.

Ιστοσελίδες:
Kar.org.gr Η μετανάστευση των Ελλήνων στις ΗΠΑ
Τα Ελληνικά Υπερωκεάνια, Περί Αλός, του Αναστασίου Ι. Τζαμτζή
Ελληνική Μετανάστευση στις ΗΠΑ  (1900-1925) Η ιστοσελίδα του Τσαμαντά Θεσπρωτίας.
New York passenger Arrival Lists (Ellis Island) 1892-1924.
Η Καταστροφή του Ανατολικού Ελληνισμού. Δημήτρης Μαυρίδης

Φωτογραφικό Αρχείο: Μάρθας Μπλιάγκα, Βαΐτσας Βαϊνά

Συνέντευξη: Δήμος Κ. Τζαβέλλας.