Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ- ΜΕΡΕΣ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗΣ

 Προετοιμασία γεύματος στην κατασκήνωση. Από αριστερά:               Ο κύριος Κώστας Τζηκαλάγιας δούλεψε                            
 Κων. Τζηκαλάγιας, Ζωή Βαϊνά, Αναστασία Καραδήμου,                      στις κατασκηνώσεις Βογατσικού ως μάγειρας                 
Αναστασία Καπαχτσή, Χρυσούλα Κανοπούλου.                                     για 20 χρόνια, σιτίζοντας σε κάθε περίοδο                         
                                                                                                                        γύρω στα 320 άτομα.
Οι παιδικές κατασκηνώσεις Βογατσικού ήταν απ’ τις καλύτερες και λειτουργούσαν τα καλοκαίρια για δύο περιόδους, από ένα εικοσαήμερο η κάθε μία. Συνδύαζαν έναν άνετο χώρο, δροσερό κλίμα και ένα όμορφο ορεινό τοπίο με πολλά δέντρα.
«Μπουμ τσίκα μπουμ, μπουμ τσίκα μπουμ, αρά, αρά, αρά. Βίρα και καρέτα μπουμ, μπουμ, μπουμ. Ζήτω η Γ΄ Κοινότης Βορείου Ηπείρου παιδιά».
Μ’ αυτό το σύνθημα ξεκινούσε το εγερτήριό μας κάθε πρωί και με τις ιαχές μας θυμίζαμε περισσότερο άτακτους μικρούς ινδιάνους παρά ευγενικά και καλοαναθρεμμένα παιδιά.
Θυμάμαι ακόμα τα τσίγκινα σερβίτσια και το πρωινό μας με σοκολατούχο γάλα, βούτυρο και μαρμελάδα. Το γεύμα σερβίρονταν στις 12 η ώρα και το απόγευμα είχε ρυζόγαλο ή κρέμα. Τις Κυριακές και τις επίσημες υπήρχε κέικ με σταφίδες ή κοκ. Ήταν τα γλυκά που αντιπαθούσα και όταν θύμωνα τα εκσφενδόνιζα όπου έβρισκα.
Σε κάποιο δέντρο, υπήρχε ένα καμπανάκι. Αυτό ήταν το ξυπνητήρι μας. Πλενόμασταν στους τσιμεντένιους νιπτήρες, αφού βέβαια πρώτα στρώναμε με προσοχή τα κρεβάτια μας. Είχαμε πειθαρχία στρατιωτών. Μία φορά τη βδομάδα ο «αρχηγός» επέβλεπε την καθαριότητα και την τάξη σε κάθε κοιτώνα. Οι δύσκολες ώρες ήταν μετά το μεσημεριανό, που έπρεπε αναγκαστικά να κοιμηθούμε ή τουλάχιστον να καθόμαστε ήσυχα στα κρεβάτια μας.
Οι χώροι της κατασκήνωσης ήταν, η μεγάλη τραπεζαρία, το μαγειρείο, το αναρρωτήριο, το «αρχηγείο» και οι κοιτώνες. Στο πίσω μέρος της τραπεζαρίας υπήρχαν πολλά πεύκα, όπως και στον υπόλοιπο χώρο και μονόζυγα, δίζυγα, κούνιες.
Τις πρωινές ώρες καθόμασταν κάτω απ’ τα δέντρα και λέγαμε ποιήματα, ανέκδοτα, αγγλικά τραγούδια και ακούγαμε τον Δάκη να τραγουδάει από ένα μικρό τρανζίστορ το «μια σου λέξη». 

Παρακολουθούσαμε την πληθωρική μαγείρισσα να καθαρίζει τεράστιες ποσότητες από πατάτες και λαχανικά για το μεσημεριανό γεύμα και περιδιαβαίναμε ξέγνοιαστες,  χτυπώντας τις πλαστικές μας παντόφλες στο τσιμεντένιο δρομάκι. Φτιάχναμε κολιέ από πευκοβελόνες και μετά μας έπιανε αλλεργία. Μέχρι και έναν ολόκληρο γάμο είχαμε καταστρώσει μεταξύ δύο κοριτσιών. Τον ετοιμάζαμε μια βδομάδα, κι όταν η νύφη εμφανίστηκε περιχαρής από το μαγειρείο, κάτω από ένα σύννεφο ρυζιού, ξεπρόβαλε το μπλε αυτοκίνητο του κυρίου επιθεωρητή. Από κει και μετά ακολούθησε ένας πανικός: Να σκουπίζουμε τα ρύζια, να συμμαζέψουμε τα κρεβάτια μας, να κρύψω τις «Μανίνες» και τις «Κατερίνες» από το παράθυρο- σκέτη καταστροφή!
Ο κ. Καραδήμος τις Κυριακές έφερνε σε κουτάκια μαστίχες, καραμέλες και σοκολάτες  που τις αγοράζαμε από το μικρό χαρτζιλίκι που είχαμε απ’ το σπίτι κι όταν τύχαινε να χάσουμε κάνα κατοστάρικο κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ
Περνούσαμε καλά, αλλά υπήρχε και μια ομάδα δυσαρεστημένων, οι οποίοι δεν άντεχαν ούτε τρεις μέρες και παρακαλούσαν τις μαμάδες τους να ‘ρθουν να τους πάρουν. Οι πιο δραστήριοι κατάστρωναν σχέδιο απόδρασης. Έτσι λοιπόν μετά το μεσημεριανό φαγητό, κλεφτά, φεύγανε απ’ τον  ‘Αι  Νικόλα και τα χωράφια, κι αφού κάνανε τον κύκλο του χωριού έφταναν στα σπίτια τους.


Σε όλη τη διάρκεια που γράφω αυτές τις γραμμές έχω ένα μόνιμο χαμόγελο. Η κατασκήνωση είναι μια αξέχαστη και χρήσιμη εμπειρία για κάθε παιδί. Και αυτή τη στιγμή νιώθω  όπως τότε, είκοσι χρόνια πριν, τη χαρά, τους φόβους, την περιέργεια, την ανασφάλεια ενός παιδιού οκτώ χρονών.

Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα Το Βογατσικό, τεύχος αρ. 91- 92, Ιούνιος- Οκτώβριος 1994.
Οι φωτογραφίες είναι από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Βογατσιωτών Θεσ/νίκης "Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ", 2011.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

"Η Φωτογραφία"- του Νώντα Τσίγκα

Μνήμη του παππού μου Γεωργίου Κ. Σαββαρίκα

(…) Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρώτα πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
 Γιώργος Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους.

Κοιτάζω μια φωτογραφία. Οικογενειακή. Πολυκαιρισμένη. Ξεκουράζεται μέσα στην επίχρυση κακοπαθημένη της κορνίζα πάνω στο ξύλινο ερμάρι του τζακιού. Πάντα εκεί την έβλεπα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα σ΄ αυτό το σπίτι.
Και τα γυαλιά της γιαγιάς με θαμπά τζάμια αφημένα πάνω στην μικρή Ιερά Σύνοψη. Άχρηστα πια. Αλλά σαν θύμηση των ματιών της αφού έχει εγκαταλείψει από καιρό. Εξακολουθεί όμως ακόμα να μου μιλά από το σκοτεινό της υποβολείο. Να μου ξαναθυμίζει και να ξεδιαλύνει τυχόν ασάφειες στην ταυτοποίηση των προσώπων που εικονίζονται, για τη σχέση τους, για τα μελλούμενα της ζωής τους.
Εξετάζω σχολαστικά τα πρόσωπα. Στις πρώτες ανάσες του εικοστού αιώνα έντεκα χωρικοί της Μακεδονίας ποζάρουν ντυμένοι τα καλά τους. Άνθρωποι παλαιοί σχεδόν αρχαϊκοί. Κι είναι όλοι τους συγγενείς μου, πρόγονοι. Σε τρεις σειρές καθισμένοι, οι γενιές ανάκατες. Οι αρσενικοί τρεις όλοι κι όλοι. Ένας γέροντας αποτελεί το κεντρικό και πιο πληθωρικό άτομο της ομήγυρης. Τέσσερα παιδιά. Τα δυο αγόρια. Το έν΄ απ΄ αυτά είν΄ ο παππούς μου. Εδώ το πολύ τριών χρόνων. Όλοι οι άλλοι που φωτογραφήθηκαν  θηλυκός πληθυσμός: Δυο μικρά κορίτσια  κι έξι γυναίκες. Ο γέροντας, παχύς, αρχοντικός με ντουλαμά, και φαρδύ ζωνάρι .Μουστάκι λευκό πλούσιο. Ίσως είχε βροντερή φωνή. Και ξέρω πως του άρεζε το αψύ ρακί σκέτο. Και το κρασί μπρούσκο. Έχει ευφρόσυνη όψη. Και σαν άφοβος μοιάζει. Φοράει φέσι. Υποχρέωση προφανής των ενηλίκων ανδρών τότε. Υπενθύμιση για τα χρόνια που είναι τραβηγμένη αυτή η φωτογραφία. Στα χέρια του κομπολόγι από μαύρο κεχριμπάρι και γλιστράει στη μέσα μεριά του μηρού του. Ο γέρος πλημμυρισμένος κι από μια αυτοπεποίθηση που καθόλου δεν τη δικαιολόγησαν τα επόμενα χρόνια.
Στα δεξιά του μια γυναίκα. Η σύζυγός του, με καταγωγή απ΄ τα Μπίτολα και δίγλωσση, κρατάει με τις μικρές παλάμες της κλειστές το κοντογούνι. Αφήνει να φανεί μια χρυσοκέντητη πόλκα στο στήθος. Χείλη σφιγμένα κι ένα βλέμμα κοφτερό σα να μετρά διαρκώς γύρω της και σαν να υπολογίζει αποστάσεις. Ήδη το βλέμμα της διασχίζει τόπους, περνά πολιτείες μακρινές και σβήνει τα βήματά της στα βάθη του κόσμου. Κάποια αδιόρατη θλίψη αλλά προπάντων υστεροβουλία σ΄ εκείνο στο σφιγμένο στόμα μπορώ να διακρίνω. Ξαναβλέπω αυτά τ΄ αμήχανα και που δε βολεύονται χέρια. Δυο χέρια που σφίγγουν, συγκρατούν, προσπορίζονται όλο άρνηση. Δεν προσφέρουν και δεν προσφέρονται.
Τα τρία από τα παιδιά κάθονται μπροστά κατάχαμα σε μπλατσιώτικο κιλίμι. Σαν αφημένες κούκλες. Τα πόδια τους δεν φαίνονται από τους αστραγάλους και κάτω. Σκεπάζονται από μια μικρή κουβέρτα που ίσως θα κρύβει τίποτα γουρουνοτσάρουχα, ντροπής πράγματα για φωτογράφηση. Ένα από τα κορίτσια, το μικρότερο, κάθεται στην αγκαλιά της μάνας του. Έχει κουνηθεί και το πρόσωπό του μαζί και το βλέμμα του «φλουτάρουν» τη στιγμή της φωτογράφησης. Το ένα πόδι του-τ΄ αριστερό- προβάλλει με  ωραίο χρωματιστό τερλίκι. Συνεχίζει αυτό το ζωηρό παιδί να παίζει μέσα στα χρόνια που έρχονται ξεπερνώντας  την ακινησία της πόζας. Το πρόσωπο της μάνας, πίσω από την αγκαλιά με το παιδί, σαν αντρογυναίκας. Μια Παναγία των βουνών με βλέμμα σαν κρούσταλο του βράχου.
Πίσω στον τοίχο έχει τραβηχτεί ένα λευκό σεντόνι για τις ανάγκες της φωτογράφησης. Διακρίνω τις αναδιπλώσεις του στο πλάι. Πού να ΄χει βγει άραγε αυτή η φωτογραφία; Ίσως εδώ που βρίσκεται τώρα η μεγάλη σάλα του σπιτιού μας. Πώς όμως μπορεί να ξέρει πια  κανείς;  Τίποτα δεν έχει απομείνει που να θυμίζει…
Η μια εγγονή στην πίσω σειρά- ως δεκαπέντε χρονών- στηρίζει το χέρι της στον δεξιό ώμο του γέροντα. Η άλλη-θα ΄ναι δεκαοχτώ ως είκοσι- ακουμπά στο ζερβό του ώμο. Όρθια στέκει με μέση στολισμένη από πλουμιστό παφτάδι που τελειώνει σε διπλή αργυρένια πόρπη. Φοράει χρυσοκεντημένη πόλκα που θα ΄χει σίγουρα τον δικέφαλο αητό στην πλάτη. Μαζί του θα πετάξει, γι΄ αυτό έχει τώρα μάτια αθώα γεμάτα εγκαρτέρηση κι ελπίδα. Δίχως να βιάζεται στέλνει το μήνυμα της μελλοντικής φυγής. Μια λύτρωση που θα θριάμβευε αλλού. Ο άντρας της άνοιξε κάποτε εργοστάσιο ζυμαρικών-τώρα διάσημη φίρμα-στην Πόλη. Ύστερα ήρθαν στη Σαλονίκη. Έζησαν μέσα στον πλούτο.
Μια γυναίκα που στέκει παράμερα κάπως στα αριστερά και δεν κοιτάζει το φακό μοιάζει αφηρημένη. Φοράει μεταξωτό κουραζέ που στίλβει στις πτυχώσεις του. Η Αλεξάνδρα θα μάθω αργότερα. Προγιαγιά μου. Ο άντρας της ο Κωνσταντίνος λείπει για δουλειές στην Πόλη. Πραματευτής. Κυρατζής που συνεχίζει το έργο του γέροντα όμως με λιγότερη επιτυχία τώρα πια. Θα γυρίσει κάποια φορά και δεν θα ξαναφύγει. Θα μείνει στο χωριό και θ΄ ανοίξει χασαπιό. Πατέρας και γιος, στα ταξίδια τους, ντύνονταν αξιοθρήνητα κουρέλια για να ΄χουν την όψη ζήτουλα και να μην τους χαλνούνε οι ληστές. Γι΄ αυτό στο χωριό τους κόλλησαν το παρατσούκλι  «παρταλάδες».
Τα τρία μωρά που φωτογραφήθηκαν καθισμένα στο πάτωμα φοράνε μεγάλους σταυρούς στο στήθος. Ο πιο μικρός, ξανθός με βλέμμα θυμωμένο, έτοιμος να κλάψει. Ο μεσαίος στη φωτογραφία κι από τα σερνικά ο μεγαλύτερος κοιτάζει με μια θλίψη. Μια παραίτηση υπάρχει στο ανεπαίσθητα γερμένο  του κεφάλι. Ίσως όμως η πικρή του ιστορία που γνωρίζω είναι που με κάνει να τα υποθέτω αυτά. Είναι ο παππούς από το σαράντα-πέντε πεθαμένος στο σανατόριο στη Σαλονίκη και θαμμένος στα μνήματα της Ευαγγελίστριας.
Σ΄ όλα τα πρόσωπα όσο κι αν το προσπάθησα δεν βρήκα ένταση καμιά. Η μοίρα όλων προδιαγεγραμμένη μέσα στη φυσιολογική  ροή της ζωής, κανένας δεν μπορεί να ζητήσει από το ρυάκι να τρέξει λιγότερο ή περισσότερο γάργαρα. Τίποτα δε βιάστηκε. Όλα ήρθαν στον καιρό τους με απαντοχή. Παρεκτός από τα σφιγμένα χέρια της γεροντότερης γυναίκας καμιά ανησυχία δεν διέκρινα ακόμα και για την φωτιά Εκείνη που θέριευε πίσω από το απλωμένο σεντόνι. Το χέρι του τελευταίου Τούρκου που εγκατέλειπε το χωριό την είχε ανάψει κι εκείνη έτρωγε ήδη, σε μελλοντικό χρόνο καίγοντας , την ξύλινη στέγη του παλιού σπιτιού πρώτα. Ο γέροντας κάηκε μόνος κι αβοήθητος. Ανήμπορος  ολότελα να σηκωθεί να τρέξει να φύγει να σωθεί. Αυτός που διάβηκε δρόμους δεν μπορούσε μήτε να σηκωθεί να περπατήσει. Η γυναίκα του κρατώντας σφιχτά στο στήθος ένα μικρό σεντούκι με γρόσια και τούρκικες λίρες θα έφευγε μακριά κατά την Ανατολή. Μόνη της θύμηση μας απόμεινε αυτή η φωτογραφία μ΄ όλες τις προθέσεις της καλά αποτυπωμένες.



 "Η φωτογραφία" είναι ένα από τα εννέα  διηγήματα, από το βιβλίο του Νώντα Τσίγκα με τίτλο: Εποχιακός διανομέας, Πανοπτικόν ,Θεσσαλονίκη, 2013.


"Η Φωτογραφία" κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου της Αγνής Παντ. Σταυρίδου με τίτλο: η ενδυμασία και η υφαντική ΣΤΟ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ, Θεσσαλονίκη 1997

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟΥ ΧΟΥΡΙΟ


Είχαμι  χιμώνα φαρμάκι, ιφέτους! Είπαμι  τ΄ν   Πασχαλιά μι χιον θα τ΄ν βγάλουμι, αλλά, ιφτιχώς εχι  καμπόσις μέρις τώρα, απ΄έσιαξιν ου κιρός, βγήκιν ου ήλιους. Ιγώ άμα ιδώ καλή μέρα νταλντώ  στ΄ς  δλειες . Η πιθιράμ  ίλιγι « τέτοιις μέρις βάλτις στου τσιουβάλ». Κι μη τ΄ν ιφκιρία απ΄όρχουντι κι οι γιουρτές έβγαλα κι έπλυνα τ΄ς  κουβέρτις μ΄, τίναξα τα σκ’τιά, σκούπσα κι σφουγγάρσα του  ουπάν του σπιτ, έπλυνα τ΄ς κουρτίνις, κι  τ΄ς  διαδρόμ κι τίναξα τ΄ς μουκέτις. Καένας δεν του πατάει τ΄απάν του σπιτ  αλλά χρειάζ ένα πανί.
Ιγώ κάθουμι στ΄ν κουζίναμ΄κι στουν ουντάμ κατ. Ανασκίρσα κι του κατώιμ΄, πέταξα κατ΄ βάζα, κατ΄ σακούλις πλαστικές κι κατ΄ψιλουλόια  π΄όλου λέου θα μη χρειαστούν κι δεν μη χρειάζντι. Τάπιρ μη τα βνα, βάζα, σακούλις… Έχου  τ΄ς  μαλάθις μ΄ στ΄ν σειρά, τα φρούτα μ΄ αραδιασμένα, οι πατάτις στ΄ν σκιά, ου δυόσμους κι ου βασιλικός  κριμασμέν στα καρφιά. Τ΄ς  νταμιτζάνις  κι του χαρανί σ΄ν άκρα  κι τα μπακίρια στου ραφ. Είπα ν΄ασβιστώσου τα ντβάρια αλλά ήταν μούσκα κι τα ΄φσα για τουν Μάη. Έσπειρα κι ψα σπανάκι, καμπόσα καρότα, δυο ρίζις πανσέδις, ήρθι του χιον  μη τα ΄καψι! Κάθι χρόνου τέτοιουν κιρό  ξιπατόνουμι στ΄ς  δλειές  αλλά καρτιρώ τα πιδιάμ΄κι μιτρώ  τ΄ς μέρις.
Του προυί σκόνουμι κατά τ΄ς  ιφτά πίνου τουν καφέμ ΄χουρίς ζάχαρ κι τρώγου  τρία πικραμύγδαλα. (Αστόησα, κι τρία χάπια). Νηστεία, όχι δεν κάμνου, δεν μη  κρατούν τα ποδάρια μ΄. Βαστώ για τ΄ν μεγαλοβδόμαδα μόνον. Ήνιτις άλλις  τ΄ς βλεπς σαράντα μέρις πράσου κι ψουμί, κι μιτά αράδα τα ιγγιφαλικά. Κάμνου τ΄ς  δλειες  ολν τ΄ν μέρα, του μισμέρ θα φάγου καλά, θα ξαπλώσου κι του απόγιμα τηλιόρασ’ κι κατά τ΄ς έντικα θα σφαλίσου του φως.
Τώρα ιγώ του πρόγραμμα για τ΄ν πασχαλιά του ξέρου απ΄όλα τα χρόνια, το΄χου κανοντζμένου. Θα ΄ρθν ου γιος μ΄μη τα πιδιά τ΄κατά τ΄ν Μιγάλ Τιτάρτ. Η νυφαδιά μ΄θα πιασ τ΄ν καρέκλα, είνιτην  κουρασμέν. Η θυγατέρα μ΄ κατά του Μεγάλου Σάββατου. Παρατάει τα πιδιά τ΄ς κι τρεχ στ΄ς καφέδις. Μη τα μκρα αντραλιάζουμι γαιτί τρώγουντι αναμιταξύ τα.
Βάφου τ΄αυγά τ΄ν Πεμπτ μέχρι τ΄ν Παρασκιυή είνιτα τσακσμένα. Άλλου τρώει ψα ασπράδ άλλου τουν κρόκου, τα πιτάχνουν κατά ιδώ κι κατά ικεί , χαραμζμάρις... Δεν μη μεν αυγό για κέρασμα μέρις απ΄ όρχουντι. Μιγάλ Παρασκιυή κάμνου ψα σκουρδάρ για τ΄αντέτ. Έρχουντι τα πιδιά να δουκιμάσν όλου χαρά, παένουν στ΄ς μάνις τα: «μαμά φάγαμε σκορδάρι» (σκουρδουκαΐλα τις αυτές). Τ΄ν Παρασκιυή τα κάμνου κανά λαδιρό ή τίπουτα φασούλια, τα πιδιά τρων τιγαντζμένις πατάτις. Η νύφη μ΄καν δίιτα : «σουπιές με σπανάκι και δεντρολίβανο κι ένα κουταλάκι του γλυκού, λάδι», τ΄ν έγραψιν  ου τρουφουλόγος.
Στ΄ν μαγειρίτσα ιγώ δεν βάνου άντιρα, τα βάνου στα λάχανα. Όταν είνι να τ΄ν σιρβίρου αντραλιάζουμι. Άλλους μη λέει δεν θέλου πλιμόν, άλλους δεν θελ πουλύ ζμι, άλλους τ΄ν προυτιμάει  ασπρ αυγουλέμουνου,(η μπουγατσιώτκια η μαγειρίτσα είνι κόκκιν ιγώ ξέρου, κι νε ρύζια κι νε μαρούλια). Η μπιρόνα η νυφαδιά μ΄ δεν θελ να τ΄ν ιδεί τ΄ν μαγειρίτσα. (Ας φάει του δεντρουλίβανου τ΄ς αυτή). Τα κούτσκα τα βάνου απ΄τα΄απόγιμα κι τρων, σιγά μη πιριμένουμι του Χριστός Ανέστη. Αυτά, κατά  τ΄ς έντικα νυστάζν, παένουμι σ΄ν ικκλησιά οι μ΄σοί. Παίρνου τ΄αυγά σ΄ν τσιάντα κι τα κιριά, ου  Γιανντς μ΄καν κανά τέταρτου να δες τ΄ν γραβάτα, μπιτζάμις πιταμένις, παπούτσια, πιδικόνουμάστι στουν διάδρουμου. Πόρτις ανοίγουν κλείνουν, χπουν οι καμπάνις, τρέχουμι να προυλάβουμι τουν παπά, χωνουμάστι στ΄ αμάξια, καμιά φουρά βρεχ΄κι όλας, ανάφτουμι τ΄ς λαμπάδις, τρέχου, ανάφτου κι ένα κιρί στουν πάππου μ΄ («πούσι έρμι, τουν λέγου»). Ξανά στ΄ αυτουκίνητου, βγάνουμι τα ρούχα να τα βάλουμι στ΄ς  κριμάστρις, τα μκρα πότι γυρνούν μη τα μαλλιά τα καψαλζμένα, πότι μη τα μπόια τα μες στ΄ς σταξιές απ΄ του κιρί.
Τ΄ν μέρα τ΄ν Πασχαλιά σκώνουμι απ΄ τ΄ς νύχτις να μαζέψου τα λάχανα απ΄ τ΄αμπέλ΄, να καθαρίσου τ΄ άντιρα, τα κρουμδούλια, να βράσου του κρέας… Τα χέρια μ΄ γίνουντι ντούγκανους απ΄τα νιρά. Στα λάχανα βάνου κι ψα δυόσμουν, του νουστμίζ… αλλά τι του θες εμ, όπους του βάνω στα πιάτα, έτς του γυρνούν σ΄ν κατσαρόλα. Του βάνου στου ψυγείου, του βγάνω, του ζισταίνου, ουπίς σ΄ν κατσαρόλα. Τι θέλου κι του κάμνου, αφού ξέρου ότι κανένας δεν του τρώει κι πρωτ κι καλύτερ΄ιγώ. Όσον ζούσι ου πάππους μ΄ έψινι κατσίκ΄ κι κουκουρέτς . Τώρα του βάνου στου φούρνου, κι ικεί καλό γένιτι.
Ιιιχ εμ, έκατι χπάει του τηλέφουνου να τρέξου να του σκώσου, τα πιδιά μ΄θα είνι… Έλα εμ Γιανν, τι καντς πιδίμ΄; Να μαμά …κοίταξε , ήθελα να σου πω για φέτος… να μη μας περιμένεις για το Πάσχα… (Ιιιχ φαρμακόθκα τώρα…) Φέτος λέμε να πάμε στην πεθερά μου πρώτα και να ρθούμε την δεύτερη μέρα στο χωριό… Καλά εμ, καλά… γιατί για να σι πω τ΄ν αλήθεια, έλιγα κι γω ιφέτους  να πάνου σ΄ν Κέρκυρα, να ιδώ  απ΄ γκριμνούν στ΄ς στάμνις απ΄ τα μπαλκόνια κι τ΄ς τσακίζν, εμ…
Πόλυ Μπλιάγκα ( Χανιά 1999)


Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ 1943

ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΤΗΣ 9ης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ Ε.Λ.Α.Σ. 1943

Ο πρώτος όρθιος από δεξιά είναι ο Δημήτριος Σαρακατσάνης (Γερμανός ή Μακεδόνας) από το Βογατσικό. (Βογατσικό 1910- Μπούλκες 1981). Ήταν ο πρώτος αντάρτης στον Όλυμπο και δημιούργησε την πρώτη ομάδα ανταρτών στην περιοχή των Τεμπών στις 15/05/ 1942. Ήταν καπετάνιος στο 27ο Σύνταγμα της 9ης Μεραρχίας. Στην ομάδα αυτή συμμετείχε και ο Γιώργος Καλδής επίσης απ' το Βογατσικό. (αρχείο Βαγγέλη Σαρακατσάνη)

Στη  Δυτ. Μακεδονία η παρουσία των ανταρτών έγινε ιδιαίτερα αισθητή τον Μάρτιο του 1943, όταν συνέλαβαν αιχμάλωτο ένα τάγμα Ιταλών κοντά στη Σιάτιστα, στο δρόμο που οδηγεί από τα Σέρβια προς την Καστοριά. Στόχος των Ιταλών ήταν να εξουδετερώσουν ανταρτικές ομάδες, οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους στην επαρχία Βοΐου την ίδια περίπου εποχή. Οι πρώτες ένοπλες ομάδες σχηματίστηκαν στα νοτιοδυτικά ορεινά της περιοχής προς τα τέλη του 1942 και στις αρχές του 1943. Οι ομάδες αυτές ήταν ολιγομελείς, ομάδες παρανόμων με παραδοσιακή οργάνωση,  ο οπλισμός των οποίων  προέρχονταν από τους προηγούμενους πολέμους και αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα του ΕΛΑΣ στην περιοχή. Σύμφωνα με βάσιμες πληροφορίες αρκετοί απ΄αυτούς ήταν κομμουνιστές των Γρεβενών του Βοΐου και της Καστοριάς οι οποίοι κατέφυγαν στα βουνά για να αποφύγουν τη σύλληψη από το «Τάγμα Ερεύνης» των Ιταλών που είχε στη διάθεσή του  τους φακέλους των αστυνομικών αρχών της περιοχής.  Από τα νοτιοδυτικά το ΕΑΜ προώθησε τις ένοπλες ομάδες προς το  βορρά με δύο κατευθύνσεις, στο Βόιο και στο μεσαίο ορεινό συγκρότημα γύρω από τη Σιάτιστα. Οι αντάρτες του ΕΑΜ αφόπλιζαν τους χωροφύλακες που αρνούνταν να τους ακολουθήσουν, απέλυαν τους κοινοτικούς άρχοντες και διόριζαν μέλη του ΕΑΜ ή ανθρώπους της  εμπιστοσύνης των τοπικών στελεχών του ΕΑΜ. Η αντίδραση των ιταλικών αρχών ήταν να εκδώσουν διαταγή σύμφωνα με την οποία όλοι οι σταθμοί χωροφυλακής είχαν την υποχρέωση να παραδώσουν τον οπλισμό τους στις πλησιέστερες κωμοπόλεις όπου υπήρχαν ιταλικές φρουρές έως τις 4 Φεβρουαρίου. Αρκετοί χωροφύλακες προσχώρησαν στο ΕΑΜ από το φόβο της σύλληψης τους από τους Ιταλούς, καθώς δεν έσπευσαν να αφοπλίσουν τους ένοπλους μόλις εμφανίστηκαν στην περιοχή. Επίσης αρκετοί ήταν και οι μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί που κατέφυγαν στα ορεινά.Δύο δραστήρια τοπικά στελέχη του ΕΑΜ, οι οποίοι αποτέλεσαν τους κινητήριους μοχλούς των πρώτων κινήσεων ήταν ο Ευστράτιος Κέντρος ή Σλομπόντας από τη Φλώρινα και ο Αριστοτέλης Χουτούρας ή Αρριανός από τη Λευκοθέα (Χουτούρ) Βοΐου. Το Βογατσικό ανήκε στην περιοχή επιρροής του Αρριανού.

Από αριστερά:
1ος Ηλίας Παπαδημητρίου (Λιάκος), 2ος Νίκος Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας), 3ος Μήτσος Κυρατζόπουλος (Φωτεινός), 4ος Αριστοτέλης Χουτούρας (Αρριανός), 5ος Νίκος Παπαστεργίου (Φουρκιώτης). Αρχείο Σβετλάνας Χουτούρα.

Αριστοτέλης Χουτούρας (Αρριανός) 1913-2000
Στις ανέκδοτες σημειώσεις του ο Αρριανός  περιγράφει την επιστροφή του από το Αλβανικό Μέτωπο στο χωριό του Λευκοθέα Βοΐου, το «πέρασμα» του στον μόνιμο ΕΛΑΣ και την πρώτη επίσημη εμφάνιση της αντάρτικης ομάδας Βοΐου τον Ιανουάριο του 1941. Την ομάδα αυτή αποτελούσαν οι: Χουτούρας Αριστοτέλης (Αρριανός), Νίκος Παντίδης (από Βελανιδιά), ο Ξενοφών, κάποιος με το ψευδώνυμο  Ζήσης, ο Μπίρος  απ΄το Τσακνοχώρι κι ο Γιάννης Μπέζιαρης. Η ομάδα αυτή των έξι, αποτέλεσε τον πυρήνα των ανταρτών Βοΐου. «Στις 10-01-1943 ήρθε ο Χασιώτης από το χωριό Καλιστράτι μαζί με τον Δημήτρη Μαντιούκα σταλμένος απ΄την αχτιδική επιτροπή του Κ.Κ.Ε. και με οδήγησαν τη νύχτα απέναντι  απ΄το χωριό Ροδιά των Γρεβενών σ΄ένα υψωματάκι. Αφού γνωριστήκαμε με τους άλλους πέντε ο Νίκος ο Παντίδης μου λέει: «Έχουμε εντολή από την Αχτιδική του χωριού Παρόχθειο να απαγορεύσουμε τη χωροφυλακή Γρεβενών να πάρει ζώα και τρόφιμα από τους κατοίκους των χωριών». Ο διοικητής του αποσπάσματος ήταν  σε ένα  κατάλυμα στο χωριό Ροδιά. Η ώρα ήταν περασμένη. Με όρισαν επικεφαλής και πήγαμε στο σπίτι που έμενε ο διοικητής. Χτυπήσαμε την πόρτα και μας άνοιξε νοικοκύρης. Του ζήτησα να μας οδηγήσει στον ανθυπομοίραρχο. Έτσι κι έγινε. Του λέω: «Κύριε διοικητή μας συγχωρείς που σ΄ενοχλούμε. Είμαστε αντάρτες. Μάθαμε ότι ήρθατε με αποσπάσματα Ιταλών να πάρετε ζώα και τρόφιμα από κατοίκους των χωριών. Η αποστολή σας αυτή να ματαιωθεί. Θα πείτε στους Ιταλούς ότι οι αντάρτες στην ύπαιθρο είναι χιλιάδες και σας απαγορεύουν να κάνετε κάτι τέτοιο. Να προσέξετε καλά γιατί αν πάρετε ζώα και τρόφιμα, λίγο πιο κάτω θα σας στήσουμε ενέδρα». «Αυτό θα κάνουμε αλλά θέλω να μου πείτε από ποια οργάνωση είστε γιατί στα Γρεβενά έχουμε Ε.Α.Μ. και σεις στα πηλίκια γράφετε Ε.Λ.Α.Σ.» Του εξηγήσαμε και ησύχασε. Σηκωθήκαμε να φύγουμε και η ομάδα των πέντε έκανε τόση φασαρία έξω, σαν να ήταν γύρω απ΄το χωριό  αντάρτικα αποσπάσματα με εκατοντάδες. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη εμφάνιση της αντάρτικης ομάδας Βοΐου. Δεν πέρασαν δυο μέρες και η καλύβα μας (κρησφύγετο) κάηκε».
Στη συνέχεια σε κάθε χωριό απ΄όπου  περνούσαν η ομάδα τους μεγάλωνε. Παρόχθειο, Ροδοχώρι Γρεβενών, Ροδοχώρι Βοΐου, Ομαλή, Καλλονή Γρεβενών, Δίλοφος, Πεντάλοφος, Βυθός, Βουχωρίνα, Τρίκορφο (στα σύνορα Μακεδονίας-Ηπείρου).
Στη συνέχεια παραθέτω αυτούσιο το κομμάτι του κειμένου όπου αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βογατσικό αλλά και στο Γέρμα το Μάρτιο του 1943: « Μετακινιόμαστε στα Καστανοχώρια. Ζώνη, Δαμασκηνιά, Αι Λια, Πλακίδα  και κατεβήκαμε Πλαζόμιστα, Λευκοθέα, Τσοτύλι. Στο Τσοτύλι μας περίμενε ο στρατιωτικός υπεύθυνος Βογατσικού (Παντελής Παντελίδης). Μας λέει: «Δεν έχουμε καλή κατάσταση στην περιοχή και πρέπει να έρθετε να μας βοηθήσετε, γιατί ο Κολάρας μας ανακατεύει πολύ». Περάσαμε στο χωριό Μελιδόν και μας ακολούθησαν δύο αντάρτες. Ο Αριστείδης Μελιδονιώτης και ο Νίκος Κουτσοφλιανίτης (Σμόλικας). Φτάσαμε στο Βογατσικό. Εδώ μίλησε ο γεωπόνος Μητράκας, καλός ρήτορας. Όλο το Βογατσικό χειροκροτούσε, όλοι τον θαύμασαν. Θαύμασαν και τον Χρήστο Κιτσιόπουλο  ο οποίος ήταν ντυμένος όπως οι παλιοί αντάρτες, με γενειάδα και οπλοπολυβόλο. Ύστερα από τρεις μέρες πήγαμε στο χωριό Γέρμαν. Εδώ μας δέχτηκαν θαυμάσια. Οι κάτοικοι μυημένοι στο ΕΑΜ. Το χωριό Γέρμαν είχε πολλούς σπουδαγμένους. Καθηγητές, δάσκαλοι, πολλά γυμνασιόπαιδα, κόσμος πολύς των γραμμάτων και όλοι προοδευτικοί. Παίρνω εντολή να επιστρέψω στο Τσοτύλι…

                                                     Κώστας Βαϊνάς 1920- 2015

Διήγηση Κώστα Βαϊνά   19/12/2010
Οι αντάρτες πρωτοήρθαν στο χωριό μας  την άνοιξη του 1943 απ’ τ΄ «αλώνια», έτσι λέγαμε το δρόμο της αστυνομίας. Ήταν γύρω στα είκοσι άτομα και μέχρι να φτάσουν στη λέσχη τραγουδούσαν  τον ύμνο της ΕΠΟΝ : 
Με τη χρυσή της νιότης πανοπλία
      στο θάρρος, στην ορμή, στη λεβεντιά
                            πετούμε στον αγώνα στη θυσία…

Στη «Λέσχη» μίλησαν με λόγια πατριωτικά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Ο «Αρριανός» πρωτοστατούσε στη συγκέντρωση. Μαζί του ήταν κι ο Αριστοτέλης Κανδύλης (απολυθής δάσκαλος από τη δικτατορία του Μεταξά, για τα αριστερά του φρονήματα) ο οποίος μίλησε για την επανάσταση και κάποια στιγμή φώναξε: «όλοι όρθιοι». Μαζί με τον Αρριανό έφυγε και ο Αθανάσιος Βαράκας- Καραθανάσης και ο Λαϊνάς Γεώργιος, πρόσφυγας. Ο Βαράκας σε μια μάχη με τους Γερμανούς, σκοτώθηκε με το πολυβόλο στα χέρια, ενώ, ο Λαϊνάς  τραυματισμένος γύρισε στο χωριό και μετά την απελευθέρωση έφυγε για την Αυστραλία. ’Ηθελα να φύγω κι εγώ με τον Αρριανό αλλά με απέτρεψε η μάνα μου με φωνές και κλιάματα. Με  είπε: «που θα κινήσεις τώρα»! Μπορεί όμως εκείνη τη μέρα να μη έφυγα αλλά στη συνέχεια ήρθα σε επαφή με τους αντιστασιακούς. Τον Περικλή τον γνώρισα προσωπικά, όπως και τον Αργύρη Κουβάτσιο από τους Αμπελόκηπους. Τους συνάντησα στο σπίτι του Ναούμη του Βαϊνά , είχαν κάτι μαγειριά εκεί με τζάκι, « τεκέ» το λέγαμε. Η ώρα της συνάντησης καθορίζονταν στα κρυφά, από στόμα σε στόμα και συνήθως μας έκαναν καθοδήγηση, κυρίως πως θα βρίσκαμε όπλα (σ΄αυτό ήμουν δαίμων). Μας οργάνωναν σε τριάδες και τι έλεγε σε εμάς τους τρεις δεν το ΄ξερε κανένας άλλος. Εγώ πολλές φορές ήμουν τριάδα με τον Θανάση  Τόλκο, τον Λαμπρίδη τον Λάμπρο και άλλοτε με τον Τάκη τον Παρασκευά και τον Ζήση τον Μπλιάγκα. Ο Τάκης ο Παρασκευάς αν και μικρός, ήταν οργανωμένος. Ψάχναμε τα βράδια για όπλα στην «πάνω» την εκκλησιά. Στην ΠΑΟ που ήταν οργανωμένοι άλλοι, έκρυβαν τα όπλα ακόμη και στο οστεοφυλάκιο. Παίρναμε μια αρίδα στα χέρια και μεταξύ κρανίων και κνημών ανακαλύπταμε και κανένα μάνλιχερ. Τον Υφαντή απ΄το Γέρμα τον γνώριζα εξ΄αποστάσεως. Μ' αυτόν συνεργάζονταν οι αδελφοί Νασιοπούλου, ο Κώστας και ο Χρήστος.
Το διάστημα αυτό είχαμε οργανωθεί στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, γύρω στα πενήντα άτομα. Μεταξύ άλλων ήταν ο Λυκογιάννης Γεώργιος, οι Παναγιώτης και Δημήτριος Δεληγιάννης, ο Ιωάννης Τζήμας, ο Παντελής Παντελίδης (στρατιωτικός υπεύθυνος), ο Κώστας ο Αγόρας, Ο Λάμπρος Λαμπρίδης, ο Θανάσης Τζέλιος, ο Χρήστος Φερραίος, ο Ιωάννης Αναγνώστου, ο Κωνσταντίνος  Δαρλαγιάννης, ο Κώστας Γκαγκιάς, ο Θανάσης Τόλκος (στο πολιτικό τμήμα) ο Γιώργος Λιόγανος και άλλοι. Ο Μολδοβάνος Ζήσης ήταν καπετάνιος στον ΕΛΑΣ, ο Απόστολος Δεληγιάννης (Πατρίκης), ο Γιάννης Δεληγιάννης ήταν μικρό παιδί τότε, ο Κώστας Μπλιάγκας, ο Δημήτριος Δημόκας, ο Γιάννης Δαρλαγιάννης, ο Γιάννης Γιαννούλης ήταν μόνιμοι στον ΕΛΑΣ. Εμείς του εφεδρικού προσχωρήσαμε στον μόνιμο ΕΛΑΣ το 1944. Κατευθυνθήκαμε προς το Κιλκίς. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν οι Παναγιώτης Σκανδάλης και ο…. Εγώ είχα σταματήσει στην Πτολεμαϊδα, δεν πήγα στο Κιλκίς.

Συνέχεια  12/03/2011
Μετά την εκτέλεση των δεκατριών τον Απρίλιο του 1943 φοβηθήκαμε με τον αδερφό μου και φύγαμε στις 20 Μαΐου στη Χαλκηδόνα όπου είχαμε ένα θείο και εκεί δούλεψα για εννιά μήνες. Έπαθα όμως τύφο και επειδή το κλίμα δεν βοηθούσε στην ανάρρωσή μου πήρα το δρόμο της επιστροφής. Ήταν Μάρτιος του 1944 και είχα πληρώσει εισιτήριο 5.000.000 (ένα μάτσο χαρτονομίσματα). Στην Κορησό γίνονταν μια μάχη με τους Γερμανούς και μας κατέβασαν για έλεγχο άνδρες του ΣΝΟΦ. (Οι ταυτότητες που κρατούσαμε πάνω μας είχαν την υπογραφή του Ιταλού).Στη συνέχεια σταμάτησα στο Δισπηλιό όπου διανυκτέρευσα σ΄έναν αγροφύλακα και 25 Μαρτίου του 1944 έφτασα στο χωριό. Τον Αύγουστο του  1944 καταταχθήκαμε στον ΕΛΑΣ. Ο Παναγιώτης Δεληγιάννης, ο Θανάσης Τζέλιος, ο Δημήτρης Δεληγιάννης, ο Ιωάννης Ρίζος κι εγώ. Τα τρόφιμα όμως ήταν λιγοστά και οι συνθήκες δύσκολες, γι αυτό αποχωρήσαμε. Τον Παναγιώτη τον Ρίζο κι εμένα που  ήμασταν ελεύθεροι μας πέρασαν στρατοδικείο καθώς η αποχώρησή μας θεωρήθηκε λιποταξία. Περάσαμε από ανταρτοδικείο στη Σιάτιστα και μας δίκασε ο Τζήμας (Ανδρέας); ντυμένος με πολιτικά. Η δίκη έγινε τον Οκτώβριο του 1944. Μας είπαν πως η πράξη μας ήταν προδοσία και πως θα μπορούσαν να μας εκτελέσουν κιόλας. Εμείς δικαιολογηθήκαμε με κάτι ασυναρτησίες… Μας πήγαν με συνοδεία σε κάτι καταλύματα και ξαναγυρίσαμε στον ΕΛΑΣ. Εγώ, ως αποθηκάριος σε αποθήκη με τρόφιμα. Δεν μπορείς να φανταστείς, τι μαρμελάδες και τι κρέατα και κονσέρβες υπήρχαν μετά τη βοήθεια των Άγγλων.

Η ΠΑΟ στο Βογατσικό

ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις), είναι η μετονομασία της ΥΒΕ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος) η οποία ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1942. Για τη δράση της ΠΑΟ στο Βογατσικό δεν έχουμε πληροφορίες, ωστόσο επεσήμανα δύο σημεία στα βιβλία των Αργύρη Κοβάτση, ο Ατίθασος Ταγματάρχης, και στο Αρχείο-Ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, με τίτλο: Για τον Ελληνικό Βορρά, όπου γίνεται αναφορά σε κάποια άτομα τα οποία συμμετείχαν στην οργάνωση.
Στις σελίδες 25-26 ο Κοβάτσης αναφέρεται στον  δάσκαλο Γιάννη Νταϊλιάνη  (Αντώνης), ο οποίος στον καιρό της Κατοχής ήταν διορισμένος στα χωριά Αυγή και Κρύα Νερά της Καστοριάς. «Το 1943  ο Νταϊλιάνης προσχώρησε στο ΕΑΜ και κατάφερε σε λίγο χρονικό διάστημα να αναρριχηθεί στη γραμματεία της Π.Ε. του ΚΚΕ Καστοριάς μόνο που μαζί με τις οργανώσεις του ΕΑΜ στα χωριά δημιουργούσε και οργανώσεις της ΠΑΟ. Πείθει την καθοδήγηση να του επιτραπεί να έρθει στον τομέα του λεκανοπέδιου Βασιλειάδος- Βογατσικού γιατί εδώ υπήρχε πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία βάσεων της ΠΑΟ. Κυρίως στα κεφαλοχώρια Μαυροχώρι, Γέρμα, Βογατσικό όπου υπήρχε γερή αντίδραση. Πρώτα οργάνωσε ΠΑΟ στο Βογατσικό. Έπεισε τον μεγαλοκτηματία Τακαντζά, ο οποίος αργότερα τουφεκίστηκε από τον ΕΛΑΣ.» (στην πραγματικότητα ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τους αντάρτες)

Στη σελ. 330  στο βιβλίο του Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, Για τον Ελληνικό Βορά γίνεται αναφορά στους: Ζήση Ι. Τζήμα, Αγαθοκλή Πανταζίδη, και Ζήση Τακαντζά από το Βογατσικό. Υπήρχαν πολλοί εθνικιστές, φιλοβασιλικοί και αντικομμουνιστές οι οποίοι υπέστησαν άγριους ξυλοδαρμούς από τους αντάρτες. Αρκούσε μια κατασκευασμένη ή ανυπόστατη φήμη  για να κακοποιηθούν βάναυσα. Πολλοί από αυτούς έβγαιναν κουφοί, σακατεμένοι, και μισοπεθαμένοι  μετά τις εξαντλητικές ανακρίσεις που γίνονταν στα μικρά δωμάτια της ΙΧ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στον Πεντάλοφο.

Από τις « μικρές ιστορίες»
Διήγηση Χρήστου Νασιόπουλου
Όταν ήμασταν στα Παλιάμπελα, στα χρόνια της Κατοχής, είχαμε μια βάρκα. Μια μαούνα που την είχαν φτιάξει οι κουμουνιστές. Ήταν δεμένη μ’ ένα συρματόσχοινο και περνούσες απέναντι τον Αλιάκμονα. Στο πλωτό αυτό χωρούσε μέχρι και άλογο αλλά συνήθως μεταφέραμε σιτάρια, μαλλιά, τρόφιμα γενικά, στα απέναντι χωριά που τα λέγαμε «Ελεύθερη Ελλάδα» γιατί ήταν ανταρτοκρατούμενα και είχαν την ελευθερία τους.
Μια μέρα ήταν εκεί κοντά ένας Κυπραίος και ξυραφίζονταν και τελευταία στιγμή καθώς γέμισε η βάρκα από κόσμο και πράματα, (εκείνη τη φορά ήταν και ένα άλογο) έτρεξε βιαστικά για να προλάβει να επιβιβαστεί. Κρατούσε κι ένα σακίδιο στρατιωτικό και καθώς πήδηξε στο πλωτό, έσπασε το συρματόσχοινο και βρέθηκαν όλοι μες στα νερά. Έπεσε και τ’ άλογο, βράχηκαν και τα τσουβάλια με τον καπνό και ότι άλλο υπήρχε. Ο Κύπριος, που ήταν μάλλον Βρετανικός Σύνδεσμος βγαίνοντας απ΄ το νερό είπε: «χάθηκε το χρήμα». Αυτός πρέπει να είχε λίρες οι οποίες έπεσαν στο νερό, γιατί, κατά πως φαίνεται δεν πρόλαβε να κλείσει το σακίδιο και με το που έπεσε  χύθηκαν στο ποτάμι. Όταν ο Κώστας ο αδερφός  μου έμαθε για το γεγονός (καθώς η πρωταρχική μας έγνοια ήταν τα όπλα και οι λίρες για την ενίσχυση των ανταρτών) κολύμπησε ώρες μέσα στα νερά τα παγωμένα και βρήκε πράγματι, τσουβάλια με καπνό, ξυριστικά, λιωμένα άρβυλα κι ότι άλλο θες. Λίρες όμως δεν βρήκε ούτε για δείγμα κι ας  έφτασε κολυμπώντας μέχρι τη Νεάπολη…


Βιβλιογραφία:
Ιωάννου Σ. Κολιόπουλου, Λεηλασία Φρονημάτων, τομ. Α', Το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτ. Μακεδονία 1941- 1944, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νικη 1995
Αργύρης Κοβάτσης, ο Ατίθασος Ταγτατάρχης, Νοέμβ. 2009
Παρμενίωνος Ι. Παπαθανασίου, Μακεδονία 1941-44. Εθν. αντίσταση και τραγωδία: Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του τότε ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, Εκδόσεις Παπαζήση, 1997

Ευχαριστίες:
στον κύριο Γεώργιο Νάκο για την παραχώρηση ανέκδοτων σημειώσεων του Αρριαννού.

στη Σβετλάνα Χουτούρα και τον Βαγγέλη Σαρακτσάνη για το φωτογραφικό υλικό

Βιβλιογραφία: