Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Δημήτριος Τζαβέλλας 1932-2019


Δημήτριος  Τζαβέλλας   1932 -2019            Βογατσικό, Αύγουστος  2016
    Ονομάζομαι, Δημήτριος Τζαβέλλας. Γεννήθηκα στο Βογατσικό το 1932 και οι γονείς μου ήταν η Μαλαματή  και ο Κωνσταντίνος Τζαβέλλας.  Οι αδερφές μου ήταν η θεοδώρα και η Ολυμπία. Η Θεοδώρα αρρώστησε και πέθανε στην ηλικία των δεκαέξι. Η μητέρα μου η Μαλαματή επίσης  ασθένησε και πέθανε το 1937. Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα με τη Θεοδώρα Καλδή και το 1944 γεννήθηκε ο αδερφός μου ο Λέανδρος-Αθανάσιος. Γιαγιά και παππού δεν πρόλαβα μόνο για λίγα χρόνια την Ολυμπιάδα μητέρα της μάνας μου. Γιαγιά  και παππού είχα θείο και θεία που ζούσαν μαζί μας. Για πολλά χρόνια είχαμε  μαζί μας και τη  χήρα γυναίκα του θείου μου με τον ξάδερφό μου τον Ντάφα.
     Το 1940 ήμουν οκτώ χρονών. Από το στενό οικογενειακό  περιβάλλον δεν είχε στρατευτεί κανένας, ο μπαμπάς μου δεν ήταν σε ηλικία στράτευσης (γεννημένος το 1883) αλλά, είχαν πάει στο μέτωπο τα δύο αδέρφια της μητριάς μου, Θανάσης και Γιώργος. Τα νέα από το «Μέτωπο» τα μαθαίναμε από το ταχυδρομείο. Μόλις έρχονταν η είδηση ότι κάποια πόλη κατελήφθη από το στρατό στην Αλβανία, τρέχαμε στην εκκλησία για δοξολογία. Ο μπαμπάς μου, άρπαζε το δίκανο και μπαμ- μπαμ, πυροβολούσε στον αέρα… Στον πόλεμο, όλες οι γυναίκες έπλεκαν και μια επιτροπή με αρχηγό την Βιργινία Τσάντη, περνούσαν και τα μάζευαν. Γάντια, κασκόλ, κουκούλες, τσιράπια…
Τους πρώτους μήνες του πολέμου, γίνονταν βομβαρδισμοί παντού και φεύγαμε σ΄ένα κουρί εδώ παρακάτ΄ στη Λουν. Πήγαινάμε  πρωί, γυρνούσαμε βραδ. Ο Ντάφας είχε καμ μια καλύβα και  ήμασταν κάθε μέρα εκεί.  Ένα μήνα κράτησε αυτή η καθημερινή εκδρομή, κρυάδιασε ο καιρός. Τον Ιανουάριο του 1941 με πέρν ο Ντάφας να πάμε στη Λουν  να χαλάσουμε την καλύβα, να μαζέψουμε τα σανίδια. Εκείνη την ώρα έρχονται από τη Νεάπολη δυο βομβαρδιστικά. Αυτά πετούσαν πολύ ψηλά, τα ‘βλεπα εγώ γιατί ξάπλωσα στο  χώμα, με σκέπασε ο Ντάφας με τ΄άχυρα της καλύβας. Τα κοιτούσα, κι όταν έφτασαν στο χωριό άφησαν τις βόμβες. Τις έβλεπα… Καμιά δεν έπεσε στο χωριό (ίσως και επίτηδες) Η πρώτη βόμβα έπεσε στην άκρη του χωριού και οι άλλες αραδιάσκαν στη Μούζγκα, του ενός και του άλλου στον Άϊ Θωμά.
Νωρίτερα όταν έφευγαν τα παιδιά του χωριού στον πόλεμο, επίταξαν και τον  ψαρή. Είχε ο πατέρας μου ένα άλογο αραβικό, μικρόσωμο με μακριά χαίτη και ουρά. Οι Άραβες τα είχαν σε μεγάλο αριθμό.(Ήταν η ράτσα με την οποία κατέλαβαν τη Β. Αφρική και την Ισπανία. Αυτά τα άλογα έμειναν στην Ευρώπη στη συνέχεια). Το αγόρασε από την Αλβανία, από κάποιον που ήταν ο μοναδικός που κρατούσε αρσενικά και τα πουλούσε πανάκριβα. Ο μπαμπάς μου το αγόρασε 14.000 χιλιάδες δραχμές, πολλά λεφτά για την εποχή. Ήταν άλογο που έτρεχε πολύ και φρόντιζαν να μη το ταπεινώσουν. Ίππευε και η μητέρα μου κι ο πατέρας, αλλά μετά το θάνατό της το ΄παιρνε ο Ντάφας μόνον κι έτρεχε στα χωράφια. Όμως στον πόλεμο το΄ δωσαν στον Χατσιέρα το γιατρό. Ήταν συγγενής μας αυτός. Όταν ήρθε από τον πόλεμο ήταν γερασμένο, ταλαιπωρημένο. Στην Κατοχή το ταπεινώσαμε. Το φόρεσάμε  σαμάρ,   το φορτώναμε καλαμπόκια , ξύλα, τα πάντα… Γέρασε, το πήρε ο Ντάφας και το πούλησε στη Νεάπολη…
Στον πόλεμο σκοτώθηκαν παιδιά απ΄το χωριό μα εγώ ήμουν μικρός και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, μα θυμάμαι που έλεγαν… Και ενώ νικούσαμε κι ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, ήμασταν νικηταί, μας ήρθαν από αλλού. Πρώτα οι Γερμανοί και μετά οι Ιταλοί. Μια πολυπληθής  μπάντα  διέσχισε το χωριό πανηγυρικά, μέχρι τ’ Φίγκαταλώνια, στην αστυνομία. Στην αρχή δεν τους φοβόμασταν, τους είχαμε συνηθίσει. Μετά άλλαξαν τα πράγματα.
    Στην Κατοχή μας έλειψαν πράγματα. Δεν υπήρχε η ζάχαρη, το λάδι δυσεύρετο, το πετρέλαιο έλειπε. Καίγαμε ξύλα στο τζάκι. Μαυραγορίτες, όχι, δεν υπήρχαν στο χωριό. Ο μπαμπάς δεν χρειάστηκε να πουλήσει κάτι. Τα πρώτα δύο χρόνια που «περνούσαν» τα λεφτά, ο μπαμπάς μου μπορούσε να αγοράσει ορισμένα πράγματα. Μπακάλικα υπήρχαν αρκετά στο χωριό. Ήταν του Βράκα στον Τζίτσκο, στη γωνία, στην πλατεία ήταν ο Παπαστέργιος και ο Γιάννης ο Μπούκος, δηλαδή ο Γιαντς ο  Βαϊνάς. Προς τα πέρα ήταν ο Τσιότσιος  ο Λέτσας και ο Πιτιφρής (παρατσούκλι) Ανδρέας (έχ(ει) ένα αρχαίο όνομα αυτός), ο Τσαγανάς, Βαϊνάς  Ανδρέας κι όλοι αυτοί έφερναν από τίποτα… Στο διάστημα της κατοχής έκλεισε ο μύλος του Αγαθοκλή Πανταζίδη, ο οποίος δούλευε με πετρέλαιο, ήταν ένα σύγχρονο εργοστάσιο. Έπιασαν όμως δουλειά οι μύλοι στο Σάντοβο. Θα ΄ταν κανά πέντε. Ήταν του Θανάς  του Καραλή, του Τζηκαλάγια, του Σαββαρίκα, απ΄την άλλ(η) μεριά του Γκολομπία κι ένας Ρίζος.
Στην Κατοχή παίζαμε πολεμικά παιχνίδια με τις πέτρες, με την απέναντι γειτονιά. Είχαμε εδώ απέναντι μια αχυρώνα, και είχαμε γραψ(ει) απ΄έξω 2ος Λόχος. Ήταν το στρατόπεδο. Κι έχω εδώ στο μέτωπο ένα σημάδ(ι), έφαγα μια πέτρα εδώ από κείνες τις μάχες…
Όσο ακόμα δεν ήταν οι αντάρτες οι Ιταλοί έρχονταν σπάνια κι όταν έρχονταν διανυκτέρευαν στο σχολείο. Εμείς οι μαθηταί τραβούσαμε τα θρανία σ΄ν άκρα και τ΄ν άλλ(η) τη μέρα τα ξανάφτιαχνάμε και γίνονταν το μάθημα. Οι δάσκαλοι, όσοι ήταν αλλού ήρθαν εδώ και γέμισε ο διάδρομος από παιδιά και δασκάλους. Τότε ήταν διευθυντής ο Ραββίνας, ήταν ο Κορομήλης, ο Καλλίμαχος Βαϊνάς, ο Δημήτριος Βράκας, η Βιργινία, η Ελισσάβετ Τσιμπουκά και όλα αλλάζουν το   1943-1944. Δεν πήγα καθόλου σχολείο.
Τον Ιανουάριο του 1942 ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό και μάζευαν τα όπλα. Έκατσαν για κάνα μήνα κι έκαναν έρευνες. Η πρώτη έρευνα έγινε στο δικό μας το σπίτι. Ο μπαμπάς μου είχε δυο κυνηγετικά. Κράτησε το ένα και παρέδωσε το άλλο. Είχε κι ένα πιστόλι, το  φερε  απ ΄την Αμερική αυτό. Ήταν πολύ όμορφο, με φιλντισένια λαβή. Αυτό δεν το παρέδωσε. Έπιασαν τον πατέρα μου τον πήγαν για ανάκριση γιατί βρήκαν το όπλο. Την καραμπίνα δεν την βρήκαν. Πήγαν στην αχυρώνα κι έβαλαν τον Ντάφα να ανοίξ(ει) τα χορτάρια. Ο Ντάφας άνοιγε χωρίς δισταγμό και τον είπαν, φτάνει-φτάνει και μετά από κει το΄κρυψε ο Ντάφας σ΄έναν  λάκκο και ύστερα χάθηκε, αυτό ήταν… Πήραν τον πατέρα μου και τον κράτησαν από το πρωί μέχρι το βράδυ και πολλούς άλλους. Ο πατέρας μου τότε έπιασε κουβέντα μ΄έναν ανθυπολοχαγό, στα γαλλικά και του είπε, « πες στο διοικητή (ήταν στο γραφείο αυτός) να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι κι αύριο το πρωί θα ‘ρθω». Το όπλο είναι της χήρας (του αδερφού μου η γυναίκα) θα ρθούμε αύριο μαζί». Και πραγματικά τον άφησαν να πάει στο σπίτι, ορμήνεψε τη θεία Γλυκερία τι θα πει. «Ήταν του άντρα μου» είπε αυτή. Το όπλο ήταν σε κομμάτια, τον γεμιστήρα τον είχε η μάνα μου στην τσέπη, τους άφησαν να φύγουν. Στην έρευνα αυτή οι Ιταλοί μάζεψαν κι έσπασαν τους δίσκους που έφερε ο μπαμπάς απ΄τον Καναδά και όλα τα περιοδικά, ένα ντουλάπι γεμάτο, πήραν και τα΄καψαν στη σόμπα.
       Ένα πρωί, ήταν το  1943 ξημερώματα, χτυπάει η σάλπιγγα. Χαρές, ελευθερία, ήρθε ένα σώμα ανταρτών.  Μαζί με τον Θόδωρο τον Κίτσιο, πήγαμε στο σχολείο όπως κάθε μέρα. Φορούσαμε τα δίκοχα που είχαμε απ΄τον Μεταξά. Στην πόρτα του σχολείου, μας σταμάτησε ο Μολδοβάνος. Πήρε το σηματάκι (ήταν ένας κύκλος με την ελιά, μια βασιλική κορώνα κι ένα δίκοπο τσεκούρι) και  το ΄σπασε. Μας έδωσε τα δίκοχα και πήγαμε πίσω. Γιατί; (αναρωτιόμασταν). Η μάνα μας τα είχε κρυμμένα στο σεντούκ(ι), ύστερα άρχισαν άλλα, τότε μπήκαμε στο νόημα…
Μαζεύονταν στο σχολείο όπου γίνονταν λαϊκά δικαστήρια και ήταν ελεύθερα για μας τα παιδιά. Κάθε Κυριακή. Απασχολούνταν με αγροζημιές και άλλες οικογενειακές υποθέσεις. Περνούσε όλο το χωριό. Θυμάμαι για μια υπόθεση,  ήρθε από την Αθήνα ο Σοφόπουλος και διεκδικούσε ένα χωράφι στη Μπάνια, ένα ωραίο, ποτιστικό. Το δικαστήριο γίνονταν κάθε  Κυριακή όλο το διάστημα της Κατοχής. Η τελική απόφαση δεν τον δικαίωσε. Επίσης μια άλλη περίπτωση, διαζυγίου αυτή τη φορά, μεταξύ του Χαρίσιου (Θεοχάρη) και της Αναστασίας. Δίκαζε ο Μολδοβάνος, ο Κούσκουρας, ο Γκολομπίας, νεαρός φοιτητής της νομικής τότε. Μια άλλη φορά κάποιος έκλεψε καλαμπούκια. Μ΄έκλεψε  τόσες  «κούκλες» στο χωράφ(ι)! Και στο τέλος:  «Τι λέει η ολομέλεια»; Και μεις τα παιδιά καθόμασταν πίσω-πίσω και φωνάζαμε: Θά-να-τοοοοος, θά-να-τοοοοος!
Τον Μάρτιο του 1943 μας είπε ο καπετάνιος να αδειάσουμε το χωριό. Ανέβαιναν οι Ιταλοί από Θεσσαλία και πήγαμε οι περισσότεροι στο Μπλατς (είχαμε συγγενείς στη Βλάστη) άλλοι στην Πιπιλίστα (Νάματα) άλλοι στο Σισάνι, άλλοι πήγαν στις σπηλιές.( Υπήρχαν δυο μεγάλες πίσω απ΄το βουνό),  κι άλλοι στα μαντριά. Χειμώνας ακόμα, μέσα Μαρτίου. Εμείς φύγαμε νωρίς, λες κι ήταν στου Σάντβου κι  μας έδιωξαν. Επιστρέψαμε Μάη. Εκεί μας δώσαν σπίτ(ι) κάτι συγγενείς. Έμεναν Θεσσαλονίκη, το χαν για παραθέρισ(η). Και μείναμε εννάμισι μήνα. Όλο τον Απρίλιο, κάτι από Μάρτη κάτι από Μάη. Είχαμε καλό σπίτι εκεί, γιορτάσαμε το Πάσχα. Ο μπαμπάς μου πήγε στο παζάρ, πήρε αρνί, αγόρασε απ΄όλα είχαμε μαζί θείες, γιαγιάδες, ξαδέρφια. Πήγα και σχολείο εκεί, για λίγες μέρες, Όταν γυρίσαμε το θέμα με τους σκοτωμένους στο «προσήλιο» είχε καταλαγιάσει.  (Το γεγονός της δολοφονίας των δεκατεσσάρων ανδρών  ) …
Το 1944 ήρθαν οι Γερμανοί ένα πρωί να παγιδεύσουν τους αντάρτες. Τους κυνηγούσαν από το Βέρμιο και αυτοί έφευγαν προς την «Ελεύθερη Ελλάδα». Μάϊος, πρέπει να ήταν, γιατί το ποτάμι ήταν κατεβασμένο. Έλιωναν και τα χιόνια. Πολλοί πέρασαν απ΄το ποτάμι απέναντι και άλλοι πνίγηκαν… Τότε ήταν που μάζεψαν από δω κάτω, δέκα παιδιά και τα σκότωσαν στην Κλεισούρα πάνω… Ήρθαν και άλλη μια φορά και μας μάζεψαν στην πλατεία. Το καλοκαίρι ήταν που οι Γερμανοί έκαψαν σπίτια στο χωριό. Πολλά… Μπορεί να ήταν πενήντα, εξήντα… Άλλο μετά δεν ήρθαν… Όταν μάθαμε πως έφυγαν αρχινίσαμε τους πανηγυρισμούς. Δεν ίξιράμε τι μας περίμενε με τους αντάρτες…